1962. Ο χαρισματικός Τσέστερ και η γοητευτική σύζυγός του Κολέτ βρίσκονται στην Αθήνα για διακοπές. Κατά την επίσκεψή τους στην Ακρόπολη συναντούν τον Ράιντελ, έναν νεαρό Αμερικανό που εργάζεται ως ξεναγός. Μαγεμένος από την ομορφιά της Κολέτ και τα πλούτη του Τσέστερ, θα δεχτεί μετά χαράς την πρόσκληση για δείπνο μαζί τους. Το ζευγάρι, όμως, κρύβει σκοτεινά μυστικά. Ο Τσέστερ ζητάει από το Ράιντελ να τον βοηθήσει να μεταφέρει έναν αναίσθητο άντρα που ισχυρίζεται ότι του επιτέθηκε. Εκείνος συμφωνεί, αλλά καθώς τα γεγονότα παίρνουν άλλη τροπή, βρίσκει τον εαυτό του σε κίνδυνο και ανίκανο να αποδράσει. Ο Τσέστερ, πνιγμένος από τα συναισθήματα ζήλιας και παράνοιας που τον κατακλύζουν ενώ παρακολουθεί το Ράιντελ να έρχεται πιο κοντά στην Κολέτ, φέρνει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο τρίγωνο. Το ταξίδι τους τούς οδηγεί από την Ελλάδα στην Τουρκία, σε ένα δραματικό φινάλε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Οι διπρόσωποι, κίβδηλοι και αμφιβόλου ηθικής αντι-ήρωες ήταν ανέκαθεν οι αγαπημένοι ήρωες στη φαντασία της Πατρίσια Χάισμιθ. Στο συγκεκριμένο της βιβλίο ο Ιανουάριος είναι στην πραγματικότητα ο Ιανός – για τους αρχαίους Ρωμαίους ο θεός της μετάβασης, της Εισόδου και της Εξόδου, της αρχής και του τέλους. Η ταινία, που σηματοδοτεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του υποψήφιου για Όσκαρ, Ιρανοβρετανού σεναριογράφου Χοσέιν Αμίνι, χαρακτηρίζεται από μια φράση που ο νεαρός Αμερικανός ξεναγός Ράιντελ λέει στο ξεκίνημα: «Οι θεοί παίζουν σκληρά παιχνίδια στους ανθρώπους». Αποδέκτες της ευγενικής όσο και προφητικής προειδοποίησης αυτής είναι ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών, με αξιοσημείωτη διαφορά ηλικίας και συμπεριφοράς, ο Τσέστερ και η Κολέτ. Λίγο μετά τη φαινομενικά ανέφελη συνάντησή τους στην Ακρόπολη και το δείπνο τους σε ένα εστιατόριο στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του '60, ο Τσέστερ απειλείται λόγω χρημάτων που έχει καταχραστεί και ζητάει τη βοήθεια του Ράιντελ για να κρύψει ένα πτώμα και στη συνέχεια να φυγαδευτεί, μαζί με την αρχικά ανύποπτη σύζυγό του. Από εκεί ξεκινάει μια μικρή οδύσσεια που καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη, με μεγάλο ενδιάμεσο σταθμό τα Χανιά και την Κνωσό.
Οι αρχαιοελληνικές αλληγορίες και οι «θεϊκοί» συμβολισμοί δεν αποδίδουν τους αναμενόμενους καρπούς – ειδικά από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης προφανώς δεν πήρε άδεια να φιλμάρει μέσα στην Κνωσό κι έτσι να σχεδιάσει σωστά τον ψυχολογικό λαβύρινθο, αναγκαζόμενος να αφαιρέσει σημαντικά από την ένταση και τη γεωγραφία μιας κρίσιμης σεκάνς. Ωστόσο, ο Αμίνι καταφέρνει να αναπαραστήσει με γούστο και αβίαστη αυθεντικότητα τον αέρα μιας εποχής κομψής, διόλου ψηφιακής, αλλά γεμάτης μυστικά και κινδύνους, και να ζωντανέψει υπομονετικά τη συνεχή δυαδικότητα στους ανδρικούς χαρακτήρες της Χάισμιθ, προσθέτοντας στον κλασικό αλληλοδανεισμό της προσωπικότητας (όπως τον είδαμε σε τελειότητα στον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ) μια γυναίκα με εξάρσεις και ανασφάλειες, ικανή να ανατρέψει τη μονομαχία και να διακόψει την πατερναλιστική συμπεριφορά του Τσέστερ προς τον Ράϊντελ και τον φθόνο του νεαρού προς τον μεγαλύτερο, που έχει μια ποθητή γυναίκα και τα χρήματα που πάντα ονειρευόταν να αποκτήσει, έστω και με παράνομο τρόπο. Ο Αμίνι διατηρεί την έννοια της παράβασης των κανόνων όπως τους ορίζει η Χάισμιθ: σε ένα ντεκόρ κοσμοπολίτικο και αριστοκρατικό, ένας μη προνομιούχος υφαρπάζει και οικειοποιείται ξένη ταυτότητα και αλλότρια αγαθά για να αποδράσει από τη μιζέρια και την κακή του μοίρα. Σαν να έχει μελετήσει τη στιγμή που θα πιάσει την καλή, όπως ο Ράιντελ καιροφυλακτεί και πετάγεται προς τα θηράματά του, αποφασισμένος να προσαρμοστεί για να αποσβέσει αναμονή και υπολογισμούς ετών, κάνοντας οικονομικό εκβιασμό, ερωτικό τρίγωνο και παρακινδυνευμένες κινήσεις τακτικής με τις Αρχές και τους νέους του «φίλους». Μόνο που εδώ ο Τσέστερ και η Κολέτ Μακφάρλαντ απέκτησαν τα προνόμια με ημερομηνία λήξης, με αποτέλεσμα ο ένας να κυνηγάει τον άλλον και όλους η αστυνομία. Ο Αμίνι δεν γκαζώνει ποτέ (μπορεί να έχει γράψει το σενάριο του Drive, αλλά διακρίθηκε για το βραδείας καύσεως The wings of the dove), προτιμώντας να μιλήσει με την ατμόσφαιρα και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, με το ελαφρύ μυστήριο και την αμφιβολία που πλανάται, ως τις διφορούμενες επιθανάτιες κουβέντες που μοιάζουν με συμβουλές που στοιχειώνουν αντί να νουθετούν. Η Ελλάδα ωφελείται τα μέγιστα από την καλόγουστη κινηματογράφηση – η δεύτερη στη σειρά μετά την περσινή ταινία του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ.