«Στο σινεμά του Πατρίσιο Γκουζμάν η ποίηση συναντά την πολιτική, το κοσμικό στοιχείο γίνεται ένα με το ιστορικό και η χιλιανή ιστορία του εικοστού (κυρίως) αιώνα καταγράφεται με έναν εντελώς κινηματογραφικό τρόπο, που ξεπερνά τα σύνορα της πονεμένης χώρας της Λατινικής Αμερικής και (μπορεί να) αφορά τον καθένα μας. Στην αρχή της νέας του ταινίας ο Γκουζμάν αναφέρεται στον Κρις Μάρκερ, στον τρόπο που ο τελευταίος βοήθησε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε (2004) να προβληθεί στο εξωτερικό, στην αλληλογραφία τους και σε μια υπόσχεση που δόθηκε σιωπηρά, όταν ο Γκουζμάν έγινε αποδέκτης μιας συμβουλής από τον Γάλλο δημιουργό: «Αν θες να καταγράψεις μια φωτιά, να είσαι στο σημείο όπου θα ανάψει η πρώτη φλόγα».

 

Τον Οκτώβριο του 2019, η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Πινιέρα αύξησε την τιμή του εισιτηρίου του μετρό σε τέτοιο βαθμό, που για τον μισό πληθυσμό οι μηνιαίες μετακινήσεις θα κόστιζαν το 1/6 του μισθού του. Αυτό οδήγησε σε μαζικές αντιδράσεις, με μαθητές λυκείου να αρνούνται να πληρώσουν εισιτήριο στα μέσα και να εισβάλλουν μαζικά στους σταθμούς του μετρό, παραμερίζοντας τις μπάρες. Οι δυνάμεις της αστυνομίας αντιμετώπισαν αυτές τις ενέργειες με σκληρή καταστολή. Η κατάσταση ξέφυγε γρήγορα, με τις κινητοποιήσεις να κλιμακώνονται, την κυβέρνηση να θέτει τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να επιβάλλει περιορισμό κυκλοφορίας, μια εικόνα που ξύπνησε φριχτές μνήμες του παρελθόντος σε χιλιάδες Χιλιανούς και ενίσχυσε τις αντιδράσεις. 

 

Με τη γνώριμη, σχεδόν μειλίχια αφήγησή του, ο Γκουζμάν ομολογεί ότι δεν βρισκόταν εκεί τον Οκτώβριο του 2019, πατώντας την υπόσχεση που έδωσε στον Μάρκερ. Έναν χρόνο μετά, θα επιστρέψει για να κάνει αυτό που λογαριάζει ως χρέος του, καταρτίζοντας ένα χρονικό της εξέγερσης, το μέγεθος της οποίας ήταν τέτοιο, που στις 25 του ίδιου μήνα συγκεντρώθηκαν περίπου 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στο Σαντιάγο για να διαδηλώσουν. Ο οπερατέρ του υλικού, που χρησιμοποιείται στο ντοκιμαντέρ, δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσει τεχνάσματα Μπιρσίμ για να διευρύνει το μέγεθος του πλήθους, ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της χώρας – ο αριθμός μιλάει από μόνος του. Τι κι αν η κυβέρνηση πήρε πίσω το μέτρο και επιχείρησε μέσα στους επόμενους μήνες να εφαρμόσει (προσχηματικά) αναδιανεμητική πολιτική, η κοινωνική εξέγερση ήταν γεγονός. Η ανέχεια ήταν γενικευμένη και το λαϊκό αίτημα για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, για την εφαρμογή ευρείας κοινωνικής πολιτικής και για εκτεταμένη συνταγματική αναθεώρηση υπήρξε μαζικό και βροντερό.

 

Καθώς ο φακός του Γκουζμάν, που μέχρι σήμερα στρεφόταν κυρίως στο παρελθόν, ρίχνει το βλέμμα του στο παρόν, παραμερίζει τον γνώριμο λυρισμό του για μια πιο ρεαλιστική γραφή, θέλοντας, ίσως, να τονίσει την αμεσότητα και την κατεπείγουσα φύση του θέματός του. Η φωνή του, μετά από τόσες ταινίες, έχει εντυπωθεί στη συνείδησή μας ως η φωνή της Χιλής και φέρει, πια, ένα ειδικό βάρος. Οι εξομολογήσεις των εξεγερθέντων καθιστούν σαφή την πολιτικά, πλην όχι κομματικά φορτισμένη φύση του κινήματος και τα βαθύτερα αίτιά του, εστιάζοντας ΚΑΙ στις φεμινιστικές διαστάσεις του, ενώ φωτογραφικά κολάζ που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μαρτυρίες μοιάζουν να αποτελούν έναν φόρο τιμής στον Μάρκερ – και έναν τρόπο ώστε ο Γκουζμάν να ζητήσει συγγνώμη από τον «μέντορά» του για την απουσία του όταν «άναψε η πρώτη φλόγα» ίσως; 

 

Στο φινάλε ο Γκουζμάν ακούγεται αισιόδοξος, αναφέροντας ότι αρχίζει να βλέπει μπροστά του μια «φανταστική» χώρα. Σε δεύτερη σκέψη, ίσως η χρήση αυτού του συγκεκριμένου λήμματος και όχι κάποιου άλλου να μην ήταν τυχαία. Ίσως ένα μέρος του σκηνοθέτη να είχε τον φόβο ότι η συνέχεια δεν θα δικαίωνε τις ελπίδες του και θα περιόριζε αυτήν τη Χιλή στη σφαίρα του φαντασιακού. Το φιλμ καθυστέρησε αρκετά να βγει στις αίθουσες και το πρόλαβαν οι εξελίξεις. Όντως, η προτεινόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, που θα θεμελίωνε την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου στη χιλιανή έννομη τάξη, απορρίφθηκε πριν από μερικούς μήνες από το 62% του εκλογικού σώματος, υπό τις ευλογίες της ακροδεξιάς, που κατάφερε να εκμεταλλευτεί εγκατεστημένες φοβίες δεκαετιών και να πείσει μια ηλικιακά μεγαλύτερη μερίδα του λαού να την καταψηφίσει. Κι όμως, ο πρώτος λίθος για το χτίσιμο μιας μελλοντικής αλλαγής, τον οποίο αυτοαναφορικά και διακινηματογραφικά ο Γκουζμάν συνδυάζει με τα «ματωμένα» πετρώματα προηγούμενων δημιουργιών του, έχει τοποθετηθεί. Και αν κάποτε αμφισβητηθεί η ύπαρξή του, το ντοκιμαντέρ αυτό θα στέκει ακλόνητο, σαν βράχος, για να διαλύσει κάθε αμφιβολία.