Στην ταινία η Σοφί Μαρσό είναι αρχηγός της Αστυνομίας, πετυχημένη συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων και άριστη τοξοβόλος. Είναι, επίσης, παντρεμένη και αγνή στην καρδιά, όπως εκμυστηρεύεται ο σύζυγός της στην ερωμένη του. Για κακή του τύχη το ακούει και η σύζυγος εν αγνοία του κι αυτό προκαλεί θύελλα στην αγνή συζυγική καρδιά. Και κάπως έτσι ξεκινά ένα θρίλερ από εκείνα που αποκαλώ «σαμπρολιζέ», εκ του Κλοντ Σαμπρόλ. Η διαφορά ενός σαμπρολιζέ θρίλερ από ένα σαμπρολικό είναι ότι το δεύτερο υφαίνει τη θριλερική πλοκή του σε μπουρζουά περιβάλλον με στόχο να καταδείξει και να καυτηριάσει την αλαζονεία και την υποκρισία των ανθρώπων που το συνθέτουν. Το πρώτο θέλει απλώς να μας δείξει προσεκτικά τακτοποιημένες βιβλιοθήκες, καλαίσθητα σαλόνια, καλοσιδερωμένα κλινοσκεπάσματα και όμορφους αστούς που ερωτοτροπούν και εγκληματούν για τα πάθη τους.

 

Το γοτθικό score από μόνο του είναι υπέροχο, αλλά, αντί να λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς τη δράση, όπως επιθυμούσε ο σκηνοθέτης, και να δίνει στα δρώμενα την αίσθηση ενός υπερτονισμένα μελοδραματικού φιλμικού ιδιώματος, λειτουργεί όχι αντιστικτικά αλλά ακουσίως υπονομευτικά. Αν συνυπολογίσεις κάποιους ελιγμούς της πλοκής που προσπαθούν να γεννήσουν σασπένς με το στανιό, τους οδυρμούς με τους οποίους η Σοφί Μαρσό παλεύει να γεμίσει τον υπανάπτυκτο χαρακτήρα της και μια επιεικώς γελοία κορύφωση, θα έλεγες ότι μάλλον πρόκειται για ένα κακό σαμπρολιζέ θρίλερ. Αν ήθελες να γίνεις κι εσύ κακός, δε, θα πρόσθετες ότι ίσως η Αστυνομία του Σινεμά θα έπρεπε να τυλίξει μια κίτρινη κορδέλα γύρω του και να ενημερώσει τους περίεργους περαστικούς ότι δεν υπάρχει τίποτα για να δουν εκεί.