Στο «Χάος» oι αδερφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι αντλούν έμπνευση από ιστορίες που (κατ)έγραψε ο Πιραντέλο για να στήσουν μια φιλμική ανθολογία που επιχειρεί και κατορθώνει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ του ευρωπαϊκού arthouse και της λαϊκότητας, όπως οι μελωδίες του Νικόλα Πιοβάνι συνδυάζουν την παραδοσιακή ιταλική μουσική με τους Δυτικούς κλασικούς και ρομαντικούς συνθέτες. Κι έτσι, εντός της ραθυμίας και της συμβολικής πλανοθεσίας που διέπει τον πρώτο τύπο σινεμά, θα συναντήσεις εικόνες γνήσιου λαογραφικού χαρακτήρα, όπως εκείνη ενός ανθρώπου που φυλακίζεται μέσα στο τεράστιο κιούπι που προσλήφθηκε για να επισκευάσει – ως έκφραση λαϊκού σουρεαλισμού, για τον υπογράφοντα το εύρημα μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνο του θείου στο «Amarcord», που σκαρφαλώνει σε δέντρο και αρνείται να κατέβει για μέρες μέχρι να του φέρουν μια γυναίκα.

 

Όπως συμβαίνει με όλες τις ανθολογίες, κάθε θεατής θα έχει διαφορετικές προτιμήσεις, θα αγαπήσει μια διαφορετική ενότητα. Σημασία έχει ότι όλες τους πραγματεύονται κάτι διαφορετικό, από τη μετάδοση του πατριαρχικού δηλητηρίου από γενιά σε γενιά ως την ταξική σύγκρουση, και έχουν έναν άλλο τρόπο για να το εκφράσουν, σε αντίθεση με τη μονότονη και μονοσήμαντη πρόσφατη ανθολογία αγαπημένου δημιουργού – αλλά ας μη χαλάμε τις καρδιές μας. Σίγουρα η οικονομία δεν ανήκει στις αρετές της ταινίας και δικαιολογημένα θα δοκιμάσει την υπομονή αρκετών θεατών, οι οποίοι θα ανταμειφθούν με τη συναισθηματική δύναμη της τελευταίας ενότητας, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας Λουίτζι Πιραντέλο επιστρέφει γηραιότερος στα πάτρια εδάφη και συνομιλεί με το φάντασμα της μητέρας του. Εκεί, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, αποκαλύπτεται η κεντρική ιδέα του εγχειρήματος πίσω από τον σύνδεσμο ανάμεσα στις ιστορίες και πέρα από το πρώτο επίπεδο του χώρου δράσης και τις (εθνικές και πνευματικές) καταβολές της μυθοπλασίας.  

 

Ο ρόλος του μεσάζοντα έχει δοθεί σε ένα κοράκι που πετάει από μέρος σε μέρος και από πάθημα σε καημό, παρατηρώντας τα ιλαροτραγικά έργα των ανθρώπων να ξεδιπλώνονται. Το κοράκι είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον θάνατο, ερχόμενο πότε ως αγγελιοφόρος, πότε ως άμεσος συνεργός και πότε ως «χειροκροτητής» του τελευταίου, ανάλογα με τους κατά τόπους μύθους. Ο θάνατος, λοιπόν, παρακολουθεί τις ζωές των ανθρώπων από ψηλά, μέχρι την ώρα που κατεβαίνει χαμηλά για να παρέμβει και να τις διακόψει. 

 

Στην τελευταία ιστορία ο Πιραντέλο συνομιλεί με το φάντασμα της μητέρας του και της ζητά να του αφηγηθεί ξανά μια ιστορία που έχει ξεχάσει .Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας είναι σαν ξαναζωντανεύει η μητέρα του, όχι ημι-κυριολεκτικά, διά της φαντασματικής της παρουσίας, αλλά μέσα στο κεφάλι του κυριολεκτικά, καθώς με την αφήγηση αναζωογονούνται οι αναμνήσεις του. Γιατί οι ιστορίες είναι ο τρόπος που εφηύραμε για να νικήσουμε τον θάνατο, να τον κοροϊδέψουμε, να του κρεμάσουμε ένα κουδούνι στο πόδι. Το μυαλό μπόρεσε να νικήσει την ύλη και τη φθορά της. Αν το καλοσκεφτείς, ακόμα και το φάντασμα, το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης ψυχής μετά τον θάνατο, είναι ουσιαστικά (αλλά και ετυμολογικά) ένα προϊόν της φαντασίας, ένα έργο του μυαλού. 

 

Το «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι θέλει να γιορτάσει τον πρωτεργάτη αυτής της νίκης μας, τις ιστορίες. Και μαζί τους το σινεμά ως μέσο για να ξαναειπωθούν.