Δεν υπήρχε περίπτωση η Disney να αφήσει ήσυχο τον «Βασιλιά των Λιονταριών»: η ταινία κινουμένων σχεδίων και, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, κυρίως η εκπληκτική θεατρική μεταφορά της σε πολλές σκηνές ανά τον κόσμο, σε σκηνοθεσία και διδασκαλία της Τζούλι Τέιμορ, αποδείχθηκαν χρυσωρυχεία, με Όσκαρ, δισεκατομμύρια κι έναν μύθο που έπρεπε να αναπτυχθεί, ή, στην περίπτωση του «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών», να οδηγηθεί στις ρίζες του, δηλαδή στον original οραματιστή της ευτυχισμένης περιόδου στην αφρικανική ήπειρο, που ο άκαρδος Σκαρ δολίως υπονόμευσε.
Στη φλέβα της ανθρωπομορφικής, φωτορεαλιστικής εκδοχής των κλασικών ιστοριών που εγκαινίασε στον 21ο αιώνα η Disney, ο Μπάρι Τζένκινς παίρνει τη σκυτάλη από τον Τζον Φαβρό και το «Lion King» του 2019 (θυμίζω, πάνω από ενάμισι δισεκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις παγκοσμίως) για να αναπαραστήσει τη μεγάλη περιπέτεια του μικρού Μουφάσα, όταν αποχωρίστηκε την οικογένειά του σε μεγάλη πλημμύρα, τον έσωσε ο συνομίληκος, παιχνιδιάρης Τάκα από βέβαιο πνιγμό, τον επέβαλε τσαχπίνικα στο αγύριστο κεφάλι, τον πατέρα, και τη στωική μητέρα του, και στοργικά το χαμένο λιονταράκι βρήκε σπιτικό σε άλλη κοιλάδα, πιάνοντας στα εφηβικά του χρόνια φιλίες με μια θηλυκιά Σαράμπι, ένα μικροσκοπικό πτηνό με άψογη αγγλική προφορά, τον Ζάζου, και τον γνωστό σοφό μανδρίλο. Ο Ραφίκι, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, είναι αυτός που αφηγείται το έπος στους σκανδαλιάρηδες Τιμόν και Πούμπα, εκθειάζοντας το σθένος και τον «ανθρωπισμό» του βασιλιά που χάθηκε τόσο άδικα.
Το σετάρισμα είναι ενδιαφέρον, τουλάχιστον σε σύγκριση με ένα ακόμη remake αλά ψηφιακά. Το ερώτημα είναι τι δουλειά έχει ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός του «Moonlight» και του «If Beale Street Could Talk» με μια τόσο συγκεκριμένη επεξεργασία και παράδοση δεδομένων υλικών, ανέγγιχτων σε πιθανό τόλμημα, άγιων στη συνείδηση πολλών γενεών που μεγάλωσαν με αυτά, εύθραυστων και υπερπολύτιμων περιουσιακών στοιχείων που το βασίλειο του ποντικιού δεν θα έθετε ποτέ σε κίνδυνο. Ήταν το αφρικανικό στοιχείο στον πυρήνα της υπόθεσης; Η βροντερή φωνή του αείμνηστου Τζέιμς Έρλ Τζόουνς, ο οποίος πρώτος έδωσε υπόσταση στον Μουφάσα πριν από τρεις δεκαετίες; Το παράδειγμα της μαύρης ουτοπίας των δυο «Black Panther», αν και σε πιο παιδικό πλαίσιο; Ή η ιστορία του «Μαύρου Μωυσή» (όχι του Άιζακ Χέιζ αλλά του ζωικού βασιλείου) που οδήγησε τον ετερόκλητο και απωλολότα λαό του ως ατρόμητος και ενωτικός ποιμένας στη Γη της Επαγγελίας, με κόπο και βάσανα;
Ο Τζένκινς απόρησε και ο ίδιος με τον εαυτό του και δήλωσε πως δεν διατίθεται να το επαναλάβει. «Δεν είναι για μένα τα ψηφιακά εργαλεία», είπε στο «Vulture», μετά από τρία χρόνια προετοιμασίας και τέσσερις μήνες γυρισμάτων (χωρίς φυσικό πλατό, εννοείται). Η μοναδική παρέμβαση του συνολικά καταπλακωμένου από τη διδακτική ιστορία Τζένκινς είναι τα δεξιοτεχνικά μονοπλάνα, που επιταχύνονται αφηγηματικά με την επιβλητικά μεγάλη σε ποσότητα μουσική του Μαρκ Μανσίνα και τα τραγούδια, συμπαθητικά αλλά μάλλον κλισέ, από τον πανταχού παρόντα Λιν Μανουέλ Μιράντα. Στο φινάλε, η αποστολή του ήταν μια ταινία ενηλικίωσης με συμπυκνωμένα και ευδιάκριτα αντιρατσιστικά νοήματα συμπερίληψης, καλά, αν και υπερβολικά φωτισμένη και μέτρια παιγμένη, που θα μπορούσε να μην έχει διάλογο και κάλλιστα να έχει σκηνοθετηθεί από κάποιον άλλο.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0