Σε αντίθεση με το πολυκινηματογραφημένο Βερολίνο του «τείχους της ντροπής», για το οποίο η νεότερη γενιά έμαθε και μέσα από ταινίες και σειρές, η Λευκωσία, που ζει εδώ και χρόνια έναν αντίστοιχο παραλογισμό, έχει απασχολήσει ελάχιστους σκηνοθέτες.

 

Τα σημεία ελέγχου μέσα στην πόλη που σε οδηγούν από τη μία πλευρά στην άλλη έγιναν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων της και, πέρα από τον θλιβερό συμβολισμό τους, περιφρουρούν μια σειρά από κανονισμούς που μπορεί να οδηγήσουν σε κωμικοτραγικές καταστάσεις. Σαν αυτή στην οποία βρίσκεται ο τυχοδιώκτης ήρωας (άνετος και πειστικός ο Βουσδούκος του Soul Kitchen), που, ενώ φαίνεται να έχει ετοιμάσει ένα ουτοπικό σχέδιο εξόδου από τη χώρα, παγιδεύεται όταν ο σκύλος του περνά ανενόχλητος τα όρια και, σύμφωνα με τον νόμο, δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω.

 

Μοιραία ψάχνει παράνομη λύση και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την άλλη πλευρά, χωρίς καμία διάθεση σύγκλισης απόψεων. Οι περιπέτειές του παρασύρουν κι άλλους, με την ταινία να δημιουργεί μια ετερόκλητη τετράδα, τα μέλη της οποίας έχουν ένα μόνο κοινό γνώρισμα, την πεποίθηση πως για όλα φταίνε οι άλλοι, άποψη που υιοθετούν από προσωπικά βιώματα και την έχουν μετατρέψει πλέον σε πολιτική θέση.

 

Ο Πιπερίδης εύστοχα δεν προσπαθεί να λύσει το Κυπριακό (κυριολεκτικά και μεταφορικά), παρά τις νύξεις που πετά με σχετικές με το θέμα ειδήσεις, ούτε προτείνει αφελή φιλειρηνικά ευχολόγια για το τέλος, μένοντας πιστός στην κωμική προσπάθεια καταγραφής του παραλόγου που ο ίδιος τυγχάνει να βλέπει όλη του τη ζωή.