Ο ήρωας, τρόπος του λέγειν, είναι ο Σταύρος. Πενήντα χρόνων, ψιλικατζής, μένει σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, με την εβδομηντάχρονη μητέρα του που πάσχει από γεροντική άνοια. Ο Σταύρος δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια - κάθεται στο μπαλκόνι και περιμένει να ξημερώσει. Αγαπάει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη τον έχει εγκαταλείψει και ζει λίγο παρακάτω, με κάποιον άλλο. Η αγαπημένη του ασχολία είναι να βαράει μύγες με τους διπλανούς, συνομήλικους μαγαζάτορες, υπολογίζοντας πόσοι Ασιάτες δουλεύουν στα απέναντι γιαπιά και τα μαγαζιά. Το μέτρημα διακόπτεται όταν περνάει Αλβανός από μπροστά τους.
Μάλιστα, ο σκύλος του ενός είναι εκπαιδευμένος να γαυγίζει τους Αλβανούς με το που θα πλησιάσουν στο ένα μέτρο. Από το πουθενά εμφανίζεται ένας Αλβανός μπογιατζής και χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του. Ονομάζεται Μαρενγκλέν (από το Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν) και με τον που τον αντικρίζει η μητέρα του αναγνωρίζει στο πρόσωπό του το παιδί που εγκατέλειψε στην Αλβανία όταν έφυγε επί Χότζα και αρχίζει να μιλάει ζωηρά στα αλβανικά, ξυπνώντας από τον λήθαργό της. Ο Σταύρος τρώει κεραμίδα. Δεν είχε ιδέα για το παρελθόν της οικογένειάς του και φυσικά φρικάρει στην ιδέα της αλβανικής του καταγωγής. Η ξενοφοβία του χτυπάει κόκκινο, αλλά, μετά τις πρώτες του προσπάθειες να διώξει τον Μαρενγκλέν, δεν μπορεί να αντισταθεί στο γεγονός πως η κυρία Χαρίκλεια ζει και αναπνέει για να δει το χαμένο της παιδί και επιστρέφει ορεξάτη από το τούνελ της παραίτησης της.
Παραμονή του κρίσιμου αγώνα ποδοσφαίρου της Ελλάδας με την Αλβανία, ο Σταύρος συνειδητοποιεί πως έχει με τον εχθρό μια σχέση βαθιά και μη αναστρέψιμη. Καταρχάς, το σενάριο της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια (η ιδέα ήταν του Νίκου Κυπουργού, που έγραψε και τη μουσική και η ανάπτυξη ανήκει στον Αλέξη Καρδαρά και τον Φίλιππο Τσίτο). Αλλά και ο τόνος είναι σωστός, κάτι ανάμεσα σε κωμωδία και τραγωδία της καθημερινότητας, που υπογραμμίζεται από το ταλαιπωρημένο, παλιοκαιρίσιο σκηνικό του παρακμασμένου κέντρου της πόλης. Οι Έλληνες μικροπωλητές, κολλημένοι στο φραπόγαλο και την αμπελοφιλοσοφική αρλούμπα, δεν σχολιάζουν απλώς την Ελλάδα του σήμερα, αλλά την ορίζουν στην πλειοψηφία τους. Ο Σταύρος είναι ο αρχηγός των παλαιών αυτοκρατόρων της γειτονιάς. Κατά κάποιον τρόπο ενώνει τη μοίρα με τον παραλογισμό. Ενώ δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σταθερή φθορά του γιατί αδυνατεί να πάρει μια απόφαση της προκοπής (να διεκδικήσει τη γυναίκα που αγαπάει, να αλλάξει ή να πουλήσει το μικρό μαγαζί του, να πάρει επιτέλους χάπια για να κοιμηθεί ή να πάει σε έναν γιατρό να κοιταχτεί), έρχεται ο ουρανοκατέβατος Αλβανός, που κανείς δεν γνωρίζει αν στ' αλήθεια είναι αδελφός του, μιας και η μάνα τα έχει χάσει και μπορεί να κάνει το λάθος που συμπίπτει με την προσωπική ιστορία του Μαρενγκλέν - τι όνομα!
Η ανατροπή της ιδεοληψίας του βασίζεται και αυτή σε ένα συντηρητικό σκεπτικό: επειδή ο Αλβανός είναι αίμα του, αναγκάζεται να αποδεχτεί τη σύμβαση της σχέσης, ακόμη κι αν δεν μπορεί να το καταπιεί. Σαν τους περισσότερους Έλληνες, κρύβει μια ψυχή που στέκει ανήμπορη ανάμεσα στην καλοσύνη και τον ρατσισμό, ένα από τα ιστορικά μας οξύμωρα. Η Ακαδημία Πλάτωνος, παρά την αδυναμία της να ξεπεταχτεί μετά την αποδοχή της ταυτότητας από τον Σταύρο και την προσωρινή του εκεχειρία με τον Αλβανό (με τον οποίο έχει περισσότερα κοινά από όσα νομίζει και φοβάται να παραδεχτεί, ανάμεσα στα οποία και την αγάπη για τους σκατοροκάδες Status Quo), κερδίζει σημαντικά με την εσωτερική ερμηνεία του καλύτερου Καφετζόπουλου εδώ και δεκαετίες.
Ο τρόπος που υπνοβατεί με τεντωμένο βλέμμα, σαν απρόσκλητος επισκέπτης σε μια ζωή που γλιστρά από πάνω του, αλλά και το πώς κατανοεί τον Σταύρο, χωρίς ποτέ να πλασάρει φωναχτά τη βαρβαρότητά του είναι αξιοθαύμαστος - και μιλάω για έναν ερμηνευτή που παίζει στα δάχτυλα τις εξπρεσιονιστικής υφής κωμικές ερμηνείες. Έχει δε και μια φοβερή σκηνή, όταν βάζει δυνατά την αγαπημένη του ροκ μουσική, για να πενθήσει. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Καφετζόπουλος, φαίνονται και σε ρόλους που δεν είναι απαραίτητα αβανταδόρικοι.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1