Το Μια χρονιά ακόμα είναι μια ακόμη άσκηση του Μάικ Λι πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Σκηνοθέτης που δουλεύει μανιακά τις λεπτομέρειες των σεναρίων του και προβάρει μέχρι εξάντλησης τους ηθοποιούς του, ο Λι, μετεωρολόγος με μαγικό θερμόμετρο στη διάθεση του, καταφέρνει να αναδεικνύει τις αρετές της ιστορίας του αντί να την ξεζουμίζει και να της στεγνώνει τη ζωή. Στην τελευταία του ταινία επισκέπτεται μια οικογένεια, τυπικά βρετανική, προαστιακή, ήσυχη και μετρημένη. Ένα ζευγάρι μεσήλικων, ο γεωλόγος Τομ (Τζιμ Μπρόουντμπεντ) και η ψυχοθεραπεύτρια Τζέρι (Ρουθ Σιν), ο ανύπαντρος γιος τους και οι φίλοι τους, από τους οποίους ξεχωρίζει μια απελπισμένη 40άρα, συνάδελφος της Τζέρι, η διαζευγμένη Μέρι.

Ο Τομ κι η Τζέρι ασχολούνται με τον κήπο τους, φυτεύουν σπόρους και καλλιεργούν τομάτες, διατηρώντας μια αμφίδρομη σχέση με τις τέσσερις εποχές. Η Μέρι μεθάει συχνά, χάνει τον έλεγχο και ο Τομ τη μαλώνει και την ειρωνεύεται, μερικές φορές αδυνατώντας να κρατήσει τα προσχήματα της ευγένειας. Ένα συνοικέσιο που της κανονίζουν ναυαγεί και όταν εκείνη ανασκουμπώνεται, διατηρώντας τις κρυφές τις ελπίδες για τον Τζο, εκείνος φέρνει σ' ένα τραπέζι τη νέα του φιλενάδα, αποκαλώντας τη Μέρι θεία, υποτιμώντας αυτόματα όχι μόνο τα συναισθήματά της αλλά και το παιχνίδι που έπαιζε με γοητευτικό, αλλά κοροϊδευτικό τρόπο, για καιρό μαζί της. Η Μέρι καταρρέει σε μια σκηνή που είναι πια σήμα κατατεθέν στις ταινίες του Μάικ Λι και όλοι περιμένουμε να έρθει, για να φορτίσει τις καλλιεργημένες λεπτομέρειες των χαρακτήρων και να αποσυμπιέσει τις ψεύτικες προσδοκίες που τρώνε συνήθως το ρομαντικό μέλος του θιάσου του.

Άριστα παντρεμένες βινιέτες της καθημερινότητας, οι σκηνές του Μια χρονιά ακόμα μιλάνε μοναδικά για το μυστήριο της μοναξιάς που βρίσκεται στην καρδιά των σχέσεων. Ο Τομ και η Τζέρι, αυτοκόλλητοι σε οικεία κωμικό βαθμό, όπως υπονοεί ο συνειρμός της γάτας και του ποντικιού, έχουν ένα ανοιχτό σπίτι και προσκαλούν, ενώ ο αποκλειστικός τους δεσμός είναι ουσιαστικά αδιαπέραστος. Ο συνδυασμός τους είναι ακαταμάχητος: αυτός είναι άρχοντας του χώματος, αυτή δουλεύει στην ψυχή. Ο Τομ και η Τζέρι είναι ο γάμος του ανθρώπου με τη φύση. Αποτελούν το κλασικό παράδειγμα δυο μονάδων που ενωμένες φτιάχνουν ένα μίνι μοναχικό, περιχαρακωμένο σύνολο. Ακόμα και το παιδί τους είναι ένας επισκέπτης αγαπημένος, αλλά κατά βάση ξένος. Οι υπόλοιποι είναι οι παρείσακτοι που τους υποδέχονται με ζεστασιά, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι. Η Μέρι δεν είναι τίποτε άλλο από ένα χαμηλό βαρομετρικό, σύννεφο με μπόρα, απωθημένα και εκρήξεις, μια πιθανή απειλή στον χρόνο που κυλάει για να τον διαδεχτεί ο επόμενος.

Κι ενώ ο Λόουτς είναι ένας «εμπαθής» δημιουργός, λάτρης των άκρων, φιλικός προς τις ευρείες εκφράσεις, ο Μάικ Λι δρα ακριβώς αντίθετα. Με λεπτούς χειρισμούς, ερευνά τα αίτια πίσω από τα φαινόμενα, σαν επιστήμονας που καλείται να βρει τις ασάφειες πίσω από τις δυνατές συνήθειες (η Πόπι στο Τυχερή κι ευτυχισμένη είναι ένα είδος που έδειξε τρομακτική εμπιστοσύνη στον καλόκαρδο μηχανισμό της). Ήδη από το ξεκίνημα του Μια χρονιά ακόμα βλέπουμε την Ιμέλντα Στόντον άδεια, νικημένη από τη θλίψη, να ζητάει φαρμακευτική βοήθεια, να δίνει προσωπικές πληροφορίες με το σταγονόμετρο, ψελλίζοντας μόνο πως ο άνδρας της πίνει - το έναυσμα για τη μαύρη τρύπα στις σχέσεις έχει δοθεί.

Στο πολύ κοντινό της Μέρι στο φινάλε, η απόγνωση που αναγραφόταν πλατιά στο κούτελό της δίνει τη θέση της στη βουβαμάρα, καθώς η μουσική χαμηλώνει και σβήνει τελείως. Είναι εκτός τόπου και χρόνου, γυμνή από «συμπεριφορά» και τα προστατευτικά της τικ, άβολη, καθόλου χαριτωμένη. Ο Μάικ Λι, εξαιρετικά κυνικός δημιουργός, αξιοπρόσεκτα ανεπηρέαστος από θεούς, δόγματα και παιδικές ασθένειες, είναι ένας ρεαλιστής με το γάντι. Κι ενώ ο Γούντι Άλεν κινηματογραφεί λαϊκούς ρηχούς και διανοούμενους ρηχούς ανθρώπους για να αποδείξει πως τίποτε δεν αποδεικνύεται στη ζωή όσο η ζωή αλληθωρίζει προς τη φαντασία, ο Λι μαγειρεύει μεθοδικά τα συστατικά της ευτυχίας για να αποδείξει πως η ευτυχία είναι μια καθημερινή ουτοπία.