Ο αδελφός του Λευτέρης, από την άλλη, αρνείται να ζήσει στο σήμερα, παραμένει αδύναμος και αφελής, ενώ η συμπεριφορά του γίνεται όλο και πιο περίεργη. Η μάνα τους, η Ρήνα, ζώντας τον καθημερινό φόβο, βρίσκεται στη μέση προσπαθώντας να τους φέρει κοντά.

 

Διασκευή της τεράστιας εμπορικής και καλλιτεχνικής επιτυχίας του θεατρικού του Βασίλη Κατσικονούρη από έναν νέα σκηνοθέτη, τον Γιώργο Σιούγα, ο οποίος πέτυχε να μην προδώσει το πνεύμα φόβου και μαρασμού που κυριαρχεί στο έργο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δώσει κινηματογραφική διάσταση στη μιζέρια που στάζει σα δηλητήριο στο μικρό διαμέρισμα, αλλά και στις ψυχές των ηρώων. Το Γάλα ισορροπεί ανάμεσα στην ψυχική νόσο και την κοινωνική παθογένεια. Περιγράφει ενδελεχώς τους χαρακτήρες και ανιχνεύει τις δυνάμεις και τα τραύματα τους.

 

Ο Σιούγας αγχώνεται όποτε προσπαθεί να σπάσει τη θεατρικότητα (και θυμίζει αχνά το Λεωφορείο ο Πόθος, χωρίς την ποιητικότητα) και μοιάζει πιο απελευθερωμένος όταν η κάμερα του δραπετεύει από τα δωμάτια, όπως οι σκηνές με τις μνήμες της Τιφλίδας και τα νυχτερινά πλάνα. Η τελική σκηνή θα μπορούσε να μην υπάρχει, καθώς η πρότερη «αποχώρηση» των χαρακτήρων ακολουθεί μια δραματουργία πλήρως συνυφασμένη με τη λογική του έργου. Με μερικές εξαιρέσεις υπερβολής, η Ιωάννα Τσιριγούλη κατορθώνει να γίνεται υπερβατικά πένθιμη στα κοντινά της και να βγάζει συνεχώς μια ένταση που συνορεύει με την διαρκή επίγνωση του θανάτου.