Ο Νίκολας Κέιτζ, αφού ξεμπέρδεψε με το συμβατικό σινεμά, έχει ξεπεράσει τη σφαίρα του καλτ κι έχει ακουμπήσει με όλη του την καρδιά το κιτς - πράγμα σπάνιο για ενεργό και καλό ηθοποιό (δεν μιλάμε για Στίβεν Σιγκάλ). Έχοντας δηλώσει πως στις ταινίες πρέπει είτε να ψιθυρίζει είτε να ουρλιάζει, εδώ εφαρμόζει τη θεωρία του απόλυτα, κάνοντας τον θεατή ν’ απορεί για το αν κάνει πλάκα και το χαίρεται ή αν πληρώνεται για μια άσκηση που αψηφά την κριτική, τη λογική, την αληθοφάνεια, το γούστο και το αστείο. Ο Τζόνι Μπλέιζ που καβαλάει τη μηχανή του ως άλλο εκδικητικό φάντασμα από τη Μάρβελ έχει αλλάξει από το πρώτο μέρος και οι όποιες ψυχολογικές εμβαθύνσεις πήραν πόδι για χάρη μιας νευρικής κόμικ-ποπ εικονογραφίας με υπαρξιακές αιχμές που πνίγονται από τον βεβιασμένο κλαυσίγελο του Κέιτζ, δευτερόλεπτα πριν από τη σκελετική του μεταμόρφωση. Όντως, μερικές σκηνές με τον σαπισμένο κακοποιό που προσκαλεί τα θύματά του σ’ ένα σκοτεινό τούνελ πριν τα θανατώσει με βίαιη σήψη έχουν ένα φωτο-μονταζιακό ενδιαφέρον, αλλά η πλοκή με τα δαιμονικά, τα μεταφυσικά και τα κυνηγητά κάπου στη φωτογενή Καππαδοκία πάνε κατά διαβόλου.