Όπως και στo Best Offer του Τορνατόρε, που εκτυλισσόταν κυρίως στην Ιταλία αλλά όλοι μιλούσαν αγγλικά, έτσι και στην Επικίνδυνη Οικογένεια του Λυκ Μπεσόν οι πρωταγωνιστές είναι βασικά Αμερικανοί (και πασίγνωστοι), ενώ η δράση εκτυλίσσεται στη Νορμανδία της Γαλλίας και οι πάντες, ακόμα και οι ατάλαντοι Γάλλοι, ομιλούν την Αγγλική. Εδώ το θέμα δεν είναι υπαρξιακό και σινεφιλικά δραματικό, αλλά πολύ συγκεκριμένο: Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και η Μισέλ Φάιφερ είναι ο γκάνγκστερ και η σύζυγός του από το Μπρούκλιν, που μαζί με τα έφηβα παιδιά τους βρίσκονται σε αυστηρό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων σε ένα χωριό που κρατείται μυστικό για ευνόητους λόγους, ενώ ο Τόμι Λι Τζόουνς είναι ο καχύποπτος ντετέκτιβ που έχει αναλάβει να τους σώσει σε περίπτωση που κάποιος από τους παλιούς συνεργάτες του Ντε Νίρο ανακαλύψει το κρησφύγετο και τον εκδικηθεί οικογενειακώς, αφού κατέδωσε όσους μαφιόζους γνώριζε – εκτός, όπως λέει, από τον άνθρωπο που του χάρισε το πρώτο του όπλο. Η ταινία ξαπλώνει πάνω σε ένα συνεχές υπέρστρωμα κωμικών υπαινιγμών και πολλών (εμπορικών) σινεφίλ αναφορών, από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και τους χαρακτήρες που έχουν υποδυθεί σε παρόμοιες ταινίες, μέχρι τα Καλά Παιδιά του Σκορσέζε, τα οποία ο Ντε Νίρο, ως γκάνγκστερ με κρυφή ταυτότητα, αναλύει αποθεωτικά σε μια ειδική προβολή στην τοπική κινηματογραφική λέσχη – έξυπνη ιδέα του σκηνοθέτη, που αντιγυρίζει τον δανεισμό και σατιρίζει τους Γάλλους θεωρητικούς, τους οποίους προφανώς δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Ο Μπεσόν παίρνει μια μίνι εκδίκηση και από την Αμερική που τόσο αγαπάει, αλλά που ανέκαθεν στηριζόταν σε αφαίμαξη ταλέντων, κυρίως από την Ευρώπη, με επακόλουθη αφομοίωση και ομογενοποίησή τους από τη βιομηχανία του σινεμά. Κάνει την ταινία του στη Γαλλία με σταρ του Χόλιγουντ, με τους δικούς του όρους παραγωγής. Αλλά, τα έχουμε ξαναπεί: αν και ικανός τεχνίτης, ο Μπεσόν είναι συχνά αμερικανότερος των Αμερικανών γιατί σκέφτεται πρωτίστως ως παραγωγός-σκηνοθέτης και όχι το αντίθετο. Γι’ αυτό εδώ και αρκετά χρόνια οι ταινίες του είναι εκτελεσμένα concept και όχι δημιουργίες. Στην Οικογένεια, ο φόρος τιμής δεν είναι αρκετός για να ισοφαρίσει τις χιλιοειπωμένες ιδέες και τα πολυφορεμένα πρόσωπα και των τριών πρωταγωνιστών σε άλλες, παλιότερες και καλύτερες ταινίες τους. Κάπου-κάπου βγαίνει λίγο γέλιο, αρκετές σκηνές είναι καλοδιατυπωμένες και συχνά έχουμε την αίσθηση πως βλέπουμε καρτουνίστικες εκδοχές οικείων προσώπων του σινεμά. Σαν μια φαμίλια με πλαστά ονόματα.