Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο μαρξιστικής προσέγγισης '70s χρονικό του πολιτικού αίσχους του δικτατορικού καθεστώτος του Πινοσέτ μέσα από το τρίπτυχο της Μάχης της Χιλής και των σχεδόν new age συνειρμικών τοποθετήσεων του βραβευμένου στο Φεστιβάλ Βερολίνου ντοκιμαντέρ.

 

Το Μαργαριταρένιο Κουμπί είναι ο αταλάντευτος προσανατολισμός του Πατρίσιο Γκουζμάν στην κοινωνική αδικία και στην απροθυμία των συμπολιτών του να σκεφτούν σοβαρά και να αναγνωρίσουν επίσημα φρικαλεότητες του παρελθόντος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο 72χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης πάει πολύ πιο πίσω, ξεκινώντας την άτυπη συνέχεια του αμέσως προηγούμενου ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει το 2012, του Nostalgia for the Light, με εικόνες από το σύμπαν και εναέριες λήψεις της χώρας του, θέλοντας να επικεντρωθεί στην παραγνωρισμένη έννοια του νερού και του ωκεανού, που παραδόξως δεν θεωρείται τόσο σημαντικός στην κουλτούρα των κατοίκων (παρά τα 4.200 χιλιόμετρα ακτογραμμής).

 

Σε αφήγηση του ίδιου και ύφος ανάμεσα στο φυσιολατρικό δέος National Geographic και την ονειρική φιλοσοφία του Κάρλος Καστανιέδα, ο Γκουζμάν μετατοπίζεται σε μαρτυρίες ιθαγενών και ερευνά την πικραμένη ιστορία των αυτοχθόνων της Χιλής, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους εποίκους, στην αρχή κατά λάθος και στη συνέχεια συστηματικά και δόλια. Πιστεύοντας σε έναν συνεχή διάλογο μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, η τελική του σύνδεση, φαινομενικά αυθαίρετη αλλά συναρπαστικά δραματική, γίνεται με την ύπαρξη (;) κάποιου Jemmy Button, που αγοράστηκε στην τιμή ενός κουμπιού (εξού και το επώνυμο, καθώς και ο τίτλος της ταινίας), έζησε στην Αγγλία το 19ο αιώνα και επέστρεψε στη Χιλή προς μεγάλη του λύπη γι' αυτό που αντίκρισε. Από τις ζωγραφισμένες βούλες των μελών των αρχαίων, κατεστραμμένων φυλών της Χιλής, ως τις υποθαλάσσιες έρευνες για τους εξαφανισμένους, ο Γκουζμάν ανασύρει προσωπικές και ιστορικές μνήμες και, διαμέσου της κοσμολογίας και του μαγικού ρεαλισμού, αγαπημένου ιδιώματος πολλών δημιουργών της Λατινικής Αμερικής, συνθέτει ένα γοητευτικό παζλ πληροφοριών και εικασιών που αντιδιαστέλλουν την άλογη βιαιότητα με την αφοπλιστική, άχρονη ομορφιά.