Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 δύο σημαντικοί μουσικοί παραγωγοί ανακαλύπτουν έναν άγνωστο μουσικό σε ένα μπαρ του Ντιτρόιτ. Εντυπωσιασμένοι από τις συγκινητικές μελωδίες του και τους προφητικούς του στίχους, ηχογραφούν μαζί του ένα άλμπουμ που πιστεύουν ότι θα τον κάνει τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη της εποχής του. Όμως το άλμπουμ αποτυγχάνει παταγωδώς εμπορικά, ο καλλιτέχνης μένει στην αφάνεια, ενώ γεννιούνται φήμες για δήθεν αυτοκτονία του επί σκηνής... Παρ’ όλα αυτά, μια πειρατική ηχογράφηση του άλμπουμ φτάνει από την Αμερική στη Νότια Αφρική, όπου γνωρίζει εκπληκτική επιτυχία, κάνοντας εκεί τον μουσικό αυτόν πιο διάσημο από τους Rolling Stones και τον Έλβις Πρίσλεϊ! Xρόνια αργότερα, δύο Νοτιοαφρικανοί θαυμαστές του καλλιτέχνη αποφασίζουν να αναζητήσουν τον ήρωά τους που έχει αλλάξει το μουσικό τοπίο της χώρας τους. Η έρευνα τους οδηγεί στην πιο απίστευτη ιστορία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: την αληθινή ιστορία της ζωής του μουσικού Σίξτο Ροντρίγκεζ.

 

Το ντοκιμαντέρ που απέσπασε το φετινό Όσκαρ είναι μια σπουδαία δουλειά, με επίκεντρο έναν αδίκως παραγνωρισμένο τραγουδοποιό, τον Σίξτο Ροντρίγκεζ, ο οποίος απέτυχε εμπορικά με δύο εξαιρετικής ευαισθησίας και μελωδίας άλμπουμ στις αρχές των ’70s στην εταιρεία Sussex και εξαφανίστηκε από το προσκήνιο.

 

Το ντεμπούτο του Σουηδού σκηνοθέτη ανασκευάζει τα γεγονότα που οδήγησαν στην εκ νέου ανακάλυψή του και αποκαλύπτουν κάτι που δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος ο Ροντρίγκεζ: την ίδια περίοδο που στην Αμερική δεν αγόραζε κανείς τους δίσκους του, στην υπερσυντηρητική και προσβλητικά αντιδραστική Νότια Αφρική του φυλετικού διαχωρισμού και του άκρατου ρατσισμού τα τραγούδια του ήταν τα πλέον δημοφιλή, και μάλιστα με συμπαραδηλώσεις αντικομφορμιστικές κόντρα στις κυβερνητικές απαγορεύσεις για στίχους περί ναρκωτικών και σεξ. Οι Νοτιοαφρικανοί που τον λάτρεψαν πιο πολύ και από τον Έλβις πίστευαν πως είχε πυρποληθεί στη σκηνή ή αυτοκτονήσει με περίστροφο.

 

Γύρω στα τέλη των ’90s, ένας δημοσιογράφος το έψαξε συστηματικά με την υποστήριξη ενός φανατικού του Ροντρίγκεζ, κυρίως μέσα από αυτοβιογραφικές αναφορές μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του, και με ένα τηλέφωνο βρήκε πως ο «νεκρός» ήταν μια χαρά, φτωχός και άγνωστος, κάπου στις παλιές του γειτονιές, στο Ντιτρόιτ. Στην ουσία, ο Σίξτο ή Χεσούς ή σκέτο Ροντρίγκεζ (στις πολύ αρχές προσπάθησε και το ατυχές Ροντ Ρίγκεζ) συνέχισε να δουλεύει στις οικοδομές, στο ίδιο επάγγελμα που ασκούσε και πριν δοκιμάσει το όνειρο. Μόλις εντοπίσθηκε, προσκλήθηκε στη Νότια Αφρική και έπαιξε σε γεμάτα στάδια, αδυνατώντας να πιστέψει την απήχηση και την επίδραση των τραγουδιών του σε μια χώρα τόσο αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο – είχε προηγηθεί μια απλώς συμπαθητική επιστροφή του στη σκηνή στην Αυστραλία, αρκετά χρόνια πριν, χωρίς όμως συνέχεια.

 

Το ντοκιμαντέρ πετυχαίνει για τον πλανήτη ό,τι και οι όψιμες μετακλήσεις του στη Νότια Αφρική, δηλαδή να φέρει στο φως τη θαμμένη μουσική ενός σημαντικού τροβαδούρου που, αν θέλουμε να τον τοποθετήσουμε κάπου, θα τον κατατάσσαμε ανάμεσα στον Ντίλαν και τον Χοσέ Φελιτσιάνο. Παρότι μεξικανικής καταγωγής, δεν ρέπει προς το λάτιν μπρίο και δεν διαθέτει καθόλου το δαιμόνιο του αιωνίως ανατροφοδοτούμενου Ντίλαν.

 

Ο 70χρονος Ροντρίγκεζ που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ παραμένει ένας απλός εργάτης, ένας ντροπαλός προλετάριος που δεν παραπονέθηκε ποτέ, ευγνώμων για τη θετική τροπή των πραγμάτων – οι σεκάνς με το τράβελινγκ που τον παρακολουθεί να περπατάει αργά, φορώντας πάντα τα μαύρα του γυαλιά, είναι ενδεικτικές του μοναχικού του χαρακτήρα. Ένα πρότυπο είναι ο Ροντρίγκεζ, που δεν έχει ταίρι στη βαριά βιομηχανία της μουσικής. Ακούγοντας πρώτα το σάουντρακ της ταινίας του το καλοκαίρι που μας πέρασε κόλλησα. Με το που είδα και την ταινία μαγεύτηκα αμετάκλητα. Δηλώνω πιστός οπαδός του Ροντρίγκεζ και του ντοκιμαντέρ, που κάθε του πλάνο είναι ένα μικρό ποίημα για τα χαμένα όνειρα και τις άγριες ελπίδες.