Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ένας νεαρός Άγγλος, ο Τζον Γουίτακερ (Μπεν Μπαρνς), ερωτεύεται παράφορα μια εντυπωσιακή Αμερικανίδα, τη Λαρίτα (Τζέσικα Μπιλ), και πάνω στον ενθουσιασμό τους αποφασίζουν να παντρευτούν. Όταν όμως το ζευγάρι επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του Τζον, η μητέρα του δείχνει μια σχεδόν «αλλεργική» αντιπάθεια προς τη νύφη της. Η κυρία Γουίτακερ (Κριστίν Σκοτ Τόμας) στήνει διαρκώς παγίδες στη Λαρίτα, κι ενώ εκείνη βάζει τα δυνατά της για να μη χάσει τον Τζον, αυτός σύντομα φαίνεται να πέφτει θύμα της μηχανορραφίας της μητέρας του. Καθώς η ένταση κλιμακώνεται και ορισμένα μυστικά από το παρελθόν της Λαρίτα αποκαλύπτονται, η νεαρή Αμερικανίδα θα κάνει την επανάστασή της απέναντι στη συντηρητική αγγλική οικογένεια που την κάνει να ασφυκτιά.
Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με την εποχή και τις αντοχές της, για το παρελθόν της Λαρίτα: εδώ φυσικά δεν υπάρχει πρόβλημα να αναφερθεί πως έκανε ευθανασία στον πρώτο άνδρα της, για να τον ανακουφίσει από το μαρτύριο του καρκίνου, αλλά παλιότερα ένα απλό διαζύγιο αρκούσε. Ο Κάουαρντ, ειδικά στα νιάτα του, φρέναρε και γκάζωνε, προκαλώντας το θεατρόφιλο κοινό και απαλύνοντας, αμέσως μετά, το σοκ με τους πνευματώδεις λεκτικούς σχηματισμούς και την ενστικτώδη γνώση των θεατρικών ειδών, του μελοδράματος και της κωμωδίας. Γράφω τη συγκεκριμένη κριτική θεωρώντας δεδομένο πως όλοι ξέρουν τα έργα ή κάποια έργα του Νόελ Κάουαρντ, ή τουλάχιστον γνωρίζουν τη μορφή του, διά μέσου της περσόνας που επινόησε και καλλιέργησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μάλλον κάνω λάθος: ένας σύγχρονος σινεφίλ δεν είναι υποχρεωμένος να είναι εξοικειωμένος με μια ιδιόρρυθμη φιγούρα της σκηνής και τον εφευρέτη της ελαφριάς σπουδαιότητας του να είσαι Άγγλος τον 20ό αιώνα, καθώς τα έργα του Κάουαρντ δεν έχουν διασκευαστεί εκτεταμένα για το σινεμά.
Το Easy Virtue είναι οπτικά τοποθετημένο στο φυσικό του χώρο, τη βρετανική εξοχή του 1920, με επίκεντρο την παρακμάζουσα αριστοκρατία της βικτωριανής αυστηρής κυριαρχίας. Η εντυπωσιακή έλευση με σπορ αυτοκίνητο και ακριβά ρούχα της απαστράπτουσας, πανέμορφης Αμερικανίδας Λαρίτα αμφισβητεί την προφανή φαυλότητα της παλιάς γενιάς, την οποία ερμηνεύουν με πίκρα η χρεοκοπημένη Κριστίν Σκοτ Τόμας και κυνισμό ο τραυματισμένος σύζυγος και απόστρατος συνταγματάρχης-Κόλιν Φερθ. Οι δυο κόρες τους είναι καταπιεσμένα μικρομέγαλα, κολλημένα στο κουτσομπολιό και την ενοχλητική ιδέα πως τα μέλη της υψηλής κοινωνίας απαγορεύεται να δουλέψουν. Ο γιος ερωτεύθηκε την απελευθερωμένη ξένη και την έφερε σπίτι για να την εισάγει αλλά και να την επιδείξει ως αυθεντικό τρόπαιο. Μαντεύοντας κάποιες από τις αντιδράσεις, αρχικά δεν ανησυχεί επειδή νιώθει σίγουρος για τον έρωτά του. Φυσικά δεν έχει υπολογίσει σωστά.
Ο Κάουαρντ, ως πανούργος δραματουργός, παίρνει τη θέση και του νεαρού Τζον και της Λαρίτα. Είναι ο Βρετανός, ορμητικός νέος, που κάποτε δήλωσε πως θα ταξιδέψει στη ζωή μόνο από την πρώτη θέση, αλλά και ένας καινοτόμος, ένα νέο πνεύμα που ξέρει πώς θα πρέπει να παλέψει για να χωρέσει τα προσόντα του σε μια κατεστημένη κοινότητα. Σαφώς αντιπαθεί την υποκρισία της παλιάς γενιάς και ο τρόπος να εκφράσει την απέχθειά του είναι ένα μεικτό είδος, αυτό της κωμωδίας που εκτυλίσσεται με τη δομή της τραγωδίας -είναι ένας από τους πρώτους που τελειοποίησε το υβρίδιο, σε βαθμό που ποτέ δεν ξέρεις τι από τα δυο παρακολουθείς. Κατηγορήθηκε συχνά, και ειδικά στο ξεκίνημα του, για εξυπνακισμό. Όντως, δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια εμπνευσμένη μπηχτή, όταν οι περιστάσεις είναι σοβαρές, εφαρμόζοντας μια συνεχή αποσυμπίεση. Και αυτό που κυριαρχεί στο Ένας Ονειρεμένος Γάμος είναι ο φόβος του πως η μποέμικη νοοτροπία δεν θα μπορέσει πραγματικά να διαπεράσει τα στρώματα της κοινωνίας του πάνω ορόφου - μια προσωπική ανησυχία που θα καθρεφτιστεί πιο αγχωτικά στα μεταγενέστερα έργα του αλλά θα διαψευστεί από την καθολική αναγνώριση και τις τιμές που του επιφύλαξαν οι συμπατριώτες του λίγο πριν πεθάνει, σαν ευτυχές τοτέμ, το 1973.
Το θέμα είναι πώς διασκευάζεις έναν Κάουαρντ του 1925 το 2009. Αν το γνώριζα, θα έγραφα το σενάριο. Πάντως, η ταινία που είδα κρατάει ανέπαφα τα σύμβολα και το νεύμα, αλλά χάνει την ψυχή, ειδικά με την επιλογή της αγαλματώδους αλλά αναιμικής Τζέσικα Μπιλ στο ρόλο της Λαρίτα. Η Αμερικανίδα ηθοποιός φαίνεται να ποζάρει μελετημένα στις στάσεις της νευρώδους ηρωίδας που καταλαβαίνει πως ο δεύτερός της γάμος μοιάζει ακυρωμένος άμα τη εμφανίσει της στο κάστρο της συντήρησης, αλλά της λείπει το βάθος και η ανάγνωση της αντίθεσης - μπορεί να έχει την Αμερικανίδα στο DNA της, αλλά η καταβύθιση στην απόσταση και την εποχή δεν έρχεται φορώντας ένα κοστούμι. Όσο κι αν τεχνικά και εικαστικά το θέαμα μοιάζει ανεκτά πειστικό, και τα τραγούδια μπλέκονται σε έναν έξυπνο συνδυασμό αυθεντικών συνθέσεων της περιόδου, όπως το «Mad About the Boy», και το «Room With A View» και νεότερων επιτυχιών, όπως το «Sex Bomb», σε κοινό ύφος από τον έμπειρο παραγωγό Μάριους ντε Βρις, όλα δείχνουν πως δύσκολα ο Κάουαρντ υπερβαίνει τον προηγούμενο αιώνα, που χαρακτήρισε και την παρελθούσα κοινωνία που δηκτικά σχολίασε.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0