Σε μικρότερη κλίμακα, με διαφορετικό οπλοστάσιο αλλά στο ίδιο φόντο, ο Κλιντ Ίστγουντ μάς μεταφέρει στην αντίπερα όχθη των 36 εμπόλεμων ημερών στο νησάκι του Ειρηνικού Ωκεανού, το Ίβο Τζίμα. Γυρισμένα στα γιαπωνέζικα, με ασιατικό επιτελείο ηθοποιών και σεναριογράφο την (και όχι τον, όπως γράφουν οι σημειώσεις) Ίρις Γιαμασίτα, μαζί με τον πανταχού παρόντα Πολ Χάγκις, τα Γράμματα από το Ίβο Τζίμα περιγράφουν αντικειμενικά αλλά καθόλου ψυχρά το χρονικό της προαναγγελθείσας αυτοκτονίας των Ιαπώνων στη μέση τού πουθενά, όταν είδαν να καταπλέουν τα υπεράριθμα αμερικανικά στρατά. Για την ιστορία, από τους 20.000 Ιάπωνες μόνο 1083 επέζησαν, ενώ από τους 77.000 Αμερικανούς 7000 σκοτώθηκαν και 20000 τραυματίστηκαν. Χωρίς ενισχύσεις και με στρατηγική κλεφτοπολέμου, που απέδωσε στο αρχικό στάδιο της απόβασης, τα γιαπωνέζικα στρατεύματα κινούνταν ως επί το πλείστον υπογείως, στα λαγούμια που έσκαβαν επί εβδομάδες, ακολουθώντας τις οδηγίες του στρατηγού Κουριμπαγιάσι. Ο Ίστγουντ παρακολουθεί το σχεδιασμό και τη διχογνωμία των αξιωματικών επί της τακτικής και της εφαρμογής της, τρυπώνοντας στα έγκατα της γης και κάνοντας focus στις ξεχωριστές ιστορίες του στρατηγού, του Ολυμπιονίκη στην ιππασία αξιωματικού και βαρόνου Νίσι, που τον πίστεψε, και των στρατιωτών - ειδικότερα του Σάιγκο, ο οποίος κατάφερε να αποδράσει σαν από συνωμοσία της μοίρας.

Ενώ στις Σημαίες των Προγόνων Μας το κέντρο αφήγησης ήταν η συνέντευξη ενός από τους επιζώντες, στα Γράμματα ο τρόπος είναι οι ίδιες οι επιστολές που δεν εστάλησαν ποτέ στους παραλήπτες (τις οικογένειες) αλλά βρέθηκαν από τους αμερικανούς καταχωνιασμένες μέσα στο χώμα. Όπως είναι φυσικό, η γραφή στις σπάνιες στιγμές ησυχίας των τελευταίων ημερών- καθώς τα πρώτα γράμματα πριν την απόβαση είχαν ήδη σταλεί- είναι τρεμάμενη από τις βόμβες που σφύριζαν νυχθημερόν, φορτισμένη από την αγωνία και έναν συναισθηματισμό, όχι λιγωμένο ή μελό, αλλά σύμφωνο με την ασιατική εγκράτεια, ανάλογο με την στρατιωτική αξιοπρέπεια και ζυμωμένο στο πνεύμα μιας παλιότερης επαφής, τότε που η αλληλογραφία μετέφερε τα θέματα της καρδιάς μέσω της σκέψης και της παύσης. Ενώ στις Σημαίες οι Ιάπωνες παρέμειναν απρόσωποι, σαν μηχανές που γαζώνουν με τα μυδράλια κάτω από την επιφάνεια, αυτή η ταινία τούς δίνει πρόσωπο και οι επιστολές τούς προσδίδουν και προσωπικότητα.

Αυτό όμως δεν ενδιαφέρει παρά περιφερειακά. Το ζουμί είναι στο πώς ο Ίστγουντ αλλάζει ταχύτητα, προσπερνάει το υπεροπτικό, ποδοσφαιρικό ύφος με το οποίο οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν τον πόλεμο, και συντάσσεται στις γραμμές των αντιπάλων. Ο σύμμαχος του Ίστγουντ είναι ο στρατηγός, τον οποίο ερμηνεύει με πολλές ψυχικές διακυμάνσεις ο Γουατανάμπε. Έχοντας σταθμεύσει στην Καλιφόρνια, ο αρχηγός εγείρει υποψίες πατριωτικής μειοδοσίας στους κόλπους των παραδοσιακά ξενοφοβικών υφισταμένων του, και αποτελεί το μακρινό αντίστοιχο του Ινδιάνου φαντάρου που σήκωσε ψηλά την αμερικάνικη στο άλλο φιλμ, αλλά ποτέ δεν έπεισε πλήρως τους συμπατριώτες του και τους καρεκλοκένταυρους για την τιμιότητα των πράξεων και, κυρίως, των προθέσεών του. Δίπλα του, ο ευγενής βαρόνος προκαλεί τη ζήλια και το δέος. Μοιράζεται τον πρακτικό νου του Κουριμπαγιάσι και αντιστέκεται σαν γνήσιος πατριώτης στις μικρές ανταρσίες αλλά και στον εχθρό. Ο Ίστγουντ δεν προσπαθεί να σκηνοθετήσει την ταινία με τα μάτια ενός Ιάπωνα αλλά να συλλάβει τη ματιά των Ιαπώνων, σαν να είχε αναδρομικά τη δυνατότητα να προσχωρήσει συναισθηματικά στις γραμμές του εχθρού. Το πάτημά του είναι σαφές. Όπως και με την προηγούμενη ταινία του, θέλει να προσπεράσει τα στερεότυπα και να δώσει μια άλλη διάσταση στη «φωτογραφημένη» όψη του πολέμου, με πρόφαση την κρίσιμη μάχη στο νησάκι του Νότιου Ειρηνικού. Στις Σημαίες πέρασε από την πίσω πλευρά της ίδιας της φωτογραφίας που έγινε αντικείμενο πολεμοκαπηλίας. Στα Γράμματα ερευνά την υποκρισία στην καρδιά του λαού τού χαρακίρι. Μοιράζει εκατέρωθεν τις στυγνές ακρότητες. Βαθαίνει την έννοια της αντιπολεμικής ρητορικής. Προσωποποιεί τις ξεχασμένες στιγμές που στιγμάτισαν τις συνειδήσεις δύο εθνών με αυξημένη τη συλλογική αίσθηση του πατριωτικού καθήκοντος, χωρίς να μελώνει την προέκταση στις οικογένειες των πεσόντων. Αναγκαστικά συγκρίνω τις δι-θεματικές ταινίες του Ίστγουντ, γιατί βγαίνει πληρέστερο νόημα αν δει κάποιος και τις δύο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως τα Γράμματα δεν λάμπουν ως αυτόνομη ταινία, σοφά φτιαγμένη, εύγλωττα ειπωμένη, αριστοτεχνικά φωτογραφημένη με το γκρίζο στον καπνισμένο ορίζοντα και το ρουφηγμένο χρώμα στις κατακόμβες, υπογεγραμμένο από έναν δημιουργό που βάλθηκε να διανύσει την τελική ευθεία της καριέρας του με την ταπεινή δύναμη ενός Βούδα της κάμερας - μα, είναι ο ίδιος άνθρωπος που σκηνοθέτησε το Rookie και συμπρωταγωνίστησε σ' εκείνη την ανεκδιήγητη ταινία με τον πίθηκο;