Το Gran Torino είναι ένας τύπος Ford αυτοκινήτου που πρωτοβγήκε στην αγορά το 1972. Ο Γουόλτ Κοβάλσκι δούλευε στη φάμπρικα που το παρασκεύασε και το έχει στην κατοχή του από τότε, φρέσκο κι ατσαλάκωτο, καμάρι της ακμής του, παντιέρα της βιομηχανικής κυριαρχίας του παραγωγικού, βιομηχανικού Ντιτρόιτ. Το άψυχο σύμβολο μένει αχρησιμοποίητο, αγέρωχο και ατσαλάκωτο (σαν μια προβολή του ίδιου) στο γκαράζ του, ώσπου μπαίνει στη δοκιμασία να το κλέψει ένας έφηβος Ασιάτης γείτονάς του, για να κατορθώσει να ενηλικιωθεί στα μάτια της συμμορίας που τον εξαναγκάζει να γίνει μέλος της για να ανήκει στην τοπική λέσχη βίας και εκφοβισμού. Χήρος, αποξενωμένος από τα ενήλικα παιδιά του, φύλακας της περιουσίας του και βετεράνος του πολέμου της Κορέας, ο Κοβάλσκι απεχθάνεται τους Χμονγκ που κάποτε πολέμησε, υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Αυτό το τυπικό δείγμα λευκού ρατσιστή περασμένων μεγαλείων γίνεται σταδιακά φίλος της σπιρτόζας αδελφής του δράστη και υποχρεώνεται από την ντροπιασμένη οικογένεια του νέου να δεχθεί τη συγγνώμη του βάζοντάς τον, απρόθυμα στην αρχή, να του κάνει δουλειές. Γνωρίζονται και συμπαθιούνται. Ο Κοβάλσκι καταλαβαίνει πως το μίσος του είναι άστοχο, βλέποντας τις προσπάθειες ενός φιλότιμου αλλά άγουρου ανθρώπου να γίνει χρήσιμος σε ένα περιβάλλον που απορρίπτει τη συστολή και το βουβό ήθος του. Αποφασίζει να δράσει, γνωρίζοντας τη στρατηγική της επίθεσης. Δεν είναι πια στρατιώτης, και σίγουρα δεν είναι πλέον μια κινηματογραφική κατασκευή, όπως ο Χάρι, που θα παρακάμψει τα τυπικά και όποιον πάρει ο Χάρος.

Ο Ίστγουντ δεν διστάζει να τρίψει στα μούτρα του συνηθισμένου στην πολιτική ορθότητα κοινού τις ρατσιστικές βρισιές που αρθρώνονται σαν λεκτικό σπορ κατά κόρον στην κοινωνία, αλλά δεν ακούγονται πια στο σινεμά. Ο Κοβάλσκι νομιμοποιείται να τις προφέρει ασύστολα, λόγω παρελθόντος, ηλικίας και παραξενιάς. Η καλή παραδοσιακή Αμερική μολύνθηκε και εκείνοι περιμένουν καρτερικά το χριστιανικό θαύμα, όχι όμως ο Κοβάλσκι. Αρνείται πεισματικά τη σωτηρία από τον Ιρλανδό ιερέα, δείχνοντας την πόρτα στα καθησυχαστικά μηνύματά του, όπως και ο πεισματάρης Φράνκι Νταν από το Million Dollar Baby. Ο ξεροκέφαλος Πολωνός έχει τα γονίδια του εμιγκρέ και ανασύρει τη βία της διάκρισης στη μνήμη του - ο χρόνος που έχει περάσει τον καθυστερεί και τον χαλυβδώνει, ώσπου να καταλάβει πως το χρώμα και οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί, όχι όμως και η ουσία του να είσαι μόνος και απροσάρμοστος. Η τελευταία πράξη που αναζητάει στον κώδικα αξιών του έρχεται με ένα χριστιανικό τρόπο, απλώς το πνεύμα του είναι αρκετά ανήσυχο για να δεχθεί την πίστη του μέσα από το βολικό ράσο ενός ρουτινιάρη εξομολογητή.

Παρά τον ρέκβιεμ τόνο της ταινίας, ο Ίστγουντ δεν χάνει καθόλου το κέφι και το χιούμορ του, έστω κι αν μερικές φορές το παρακάνει, υπερτονίζοντας την ολική επαναφορά ενός σκουντούφλη. Γέννημα θρέμμα των στούντιο και της βιομηχανικής λογικής (αν και χρειάστηκε να παρακάμψει ελαφρώς τη γραμμή παραγωγής για να συστηθεί ως σκηνοθέτης με θεματική πρόταση και προσωπικό ύφος στην αρχή της καριέρας του - Bird,White Hunter Black Heart), επιχειρεί μια οργανωμένη αναλογία με έναν υπάκουο στρατιώτη της Αμερικής, φαντάρο και εργάτη, που αποσύρεται αποθηκεύοντας απογοήτευση και οργή, αλλά με το μυώδες Gran Torino ως όπλο στις αποθήκες, έτοιμο να επιστρατευθεί ενάντια στην ομογενοποίηση. Αν οι Ασυγχώρητοι υπέγραψαν πικρά το γουέστερν και το Million Dollar Babyέριχνε μια γέφυρα τρυφερότητας στον κυνισμό του πεπρωμένου, το Gran Torinoαποχαιρετά τη βία της αυτοδικίας ως πάλαι ποτέ μοναδικό και ψυχαγωγικό μέσο διευθέτησης των διαφορών μιας χώρας που αγκάλιασε υποκριτικά τις εθνότητες, αλλά γρήγορα τις τιμώρησε με τον απομονωτισμό και το νταϊλίκι. Ο Ίστγουντ είναι μεγάλος δημιουργός γιατί, εκτός από τους γνωστούς λόγους, κλείνει τους λογαριασμούς με το φόβο, μέσα από τις γειτονιές των βιωμάτων του. Η τεράστια επιτυχία της μεγάλης ταινίας του είναι μια γλυκιά εκδίκηση για τον αναίτιο λόγο που φέτος τα βραβεία του γύρισαν την πλάτη. Το Million Dollar Babyτελειώνει με τη φράση «κάπου ανάμεσα στο πουθενά και στο αντίο». Τα βραβεία δεν έχουν σημασία για έναν άνθρωπο που βρίσκεται ακόμη στο limbo των αποχαιρετισμών και, αντί να αναστενάζει, δημιουργεί.