Η προσθήκη του νεαρού που παρατηρεί και καταγράφει είναι η ευαίσθητη συμβολή του Ρομπελέν στη ματιά που επιλέγει πάνω σε μια ομάδα γηραιών κυρίων και κυριών, τους οποίους και μεταχειρίζεται με τον σεβασμό που αξίζει σε αξιοπρεπείς, ατελείς ανθρώπους, που παίρνουν μια απόφαση ανάγκης και αγάπης. Ο Ντερκ δεν είναι καταλύτης, ούτε επηρεάζει - μάλλον λειτουργεί ως η από μηχανής χειρονομία του σκηνοθέτη/σεναριογράφου προς την τρίτη πράξη των πρωταγωνιστών με το πλούσιο παρελθόν και τη μακροχρόνια, πολύπλοκη φιλία (κάποια μυστικά θα έρθουν στην επιφάνεια στην πορεία της ταινίας). «Απόφοιτοι» μιας εποχής κατά την οποία το κοινόβιο υπήρξε μέσα στις προβληματικές και τα ζητούμενα της γενιάς του ’60, οι 70άρηδες της ταινίας εφαρμόζουν μια ουτοπία που φαινόταν ξεχασμένη. Αντίθετα, ωστόσο, με άλλα, απολιθωμένα ιδανικά, η συντροφικότητα της συμβίωσης είναι πρακτική και δόκιμη, όταν τα περιθώρια στενεύουν, το σεξ περιορίζεται (αλλά δεν εξαφανίζεται εντελώς) και οι σύγχρονες ασθένειες, όπως η άνοια, απαιτούν αλληλοστήριξη. Ένα ανεδαφικό και μπελαλίδικο, εκ πρώτης όψεως, σχέδιο μετατρέπεται σε μια ρομαντική αλλά και δημιουργική διαδικασία που απαλύνει την παρακμή και τη μοναξιά. Διαλεγμένοι ένας κι ένας, οι διαφορετικής υφής ηθοποιοί κλάσης, όπως ο Ρισάρ και ο σατιρικός Γκι Μπεντός, είναι πολύ εύστοχοι, χωρίς να υπερβάλουν. Η Τζέιν Φόντα κάνει την έκπληξη, φέροντας τη ζωτικότητά της σ’ έναν ρόλο που της ταιριάζει, έχοντας επίσης την ευκαιρία να θυμηθεί τα γαλλικά που έμαθε στα μαχητικά νιάτα της, όταν είχε παντρευτεί τον Βαντίμ και γύριζε ταινίες με τον Γκοντάρ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0