Eνώ τα μεγάλα στούντιο δεν γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν τον βαμπιρικό μύθο εδώ και χρόνια, το ανεξάρτητο σινεμά μάς έχει δώσει αξιόλογες καταθέσεις, όπως το «Let the right one in» ή το «Only lovers left alive». Το πρώτο ταύτισε τον βαμπιρισμό με το Κακό –έκτακτος ο ελληνικός τίτλος–, ενώ το δεύτερο μετέφρασε τη βαμπιρική έξη ως διαχρονική δίψα για την τέχνη, κυρίως εκείνη των καταραμένων καλλιτεχνών.

 

Το καναδικό Humanist vampire seeking consenting suicidal person παραλληλίζει την ανάπτυξη πλήρους, αιμοβόρας βαμπιρικής δράσης με την ενηλικίωση. Η Σάσα είναι μια έφηβη βαμπιρίνα που ζει με την οικογένειά της και αρνείται να κυνηγήσει και να σκοτώσει η ίδια. Καλά καλά δεν έχουν βγει ούτε οι κυνόδοντές της. Μια μέρα ή, μάλλον, μια νύχτα οι γονείς της αποφασίζουν να κόψουν την παροχή αίματος και να τη στείλουν σε συγγενή για να της δείξει πώς να γίνει σωστό βαμπίρ. Εκεί θα γνωρίσει τον αυτοκτονικό Πολ, συνομήλικό της και μέλος του ανθρώπινου γένους. Μια απρόσφορη απόπειρα αυτοκτονίας θα αποτελέσει το meet cute τους. Βλέποντας τον Πολ λιπόθυμο και αιμόφυρτο, οι κυνόδοντες της Σάσα θα προβάλουν για πρώτη φορά. Κι όμως, δεν είναι το αίμα που τη διέγειρε, αλλά η ανάγκη του Πολ για βοήθεια.

 

Στη συνέχεια η Σάσα θα διεκδικήσει τον εκβαμπιρισμό της, δηλαδή την ενηλικίωσή της, με δικούς της όρους. Ο Πολ θα γίνει συνοδοιπόρος σε αυτή την προσπάθειά και η δημιουργός Αριάν Λουί-Σεζ θα αναδείξει την καλοσύνη και την ενσυναίσθηση ως συνήθειες ικανές να καλλιεργηθούν και να αποτελέσουν τη μαγιά για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον.

 

Με εμφανή δάνεια από παρεμφερείς ταινίες, τόνο που συλλαμβάνει στην εντέλεια τη χαρμολύπη της εφηβείας και ένα συμπαθέστατο πρωταγωνιστικό δίδυμο, το φιλμ καταφέρνει να αφήσει τα μικρά σημαδάκια του στο είδος, έστω κι αν δεν το ανανεώνει.