Είναι πολύ εύκολο να καταχωρισθεί η δεύτερη σκηνοθετική δουλειά της Λεονόρ Σεράιγ στην κατηγορία του μεταναστευτικού δράματος. Αν και αναφέρεται στη μεταναστευτική εμπειρία, ταυτόχρονα ξεφεύγει από το σύνηθες πλαίσιο αντίστοιχων προσπαθειών που συναντούμε σε φεστιβάλ. Χωρισμένη σε τρία μέρη, αφηγείται την ιστορία μιας μητέρας και των δυο παιδιών της. Οι τρεις τους μεταναστεύουν από την Ακτή Ελεφαντοστού στο Παρίσι του Ζακ Σιράκ (σ.σ. ο Σιράκ ήταν δήμαρχος της γαλλικής πρωτεύουσας από το 1977 μέχρι το 1995 αλλά και πρωθυπουργός της Γαλλίας την περίοδο που διαδραματίζεται το πρώτο κεφάλαιο), τον οποίο, όχι τυχαία, η ταινία θα μνημονεύσει – «αλησμόνητη» η εναντίωσή του στη μεταναστευτική πολιτική Μιτεράν, καθώς και οι δηλώσεις του περί «overdose» μεταναστών. Το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι είναι παρόν στην ταινία, μα βρίσκεται κυρίως στο background, αντί να «φωνάζει» σε πρώτο πλάνο.

 

Ούτε ακριβώς ευπρόσδεκτη για τους Παριζιάνους ούτε και αποδεκτή από τους οικείους της, που την πιέζουν να παντρευτεί, η μάνα περιφρονεί όρια και στερεότυπα, μα κάθε της κίνηση, κάθε συμπεριφορά και προτροπή της έχει επίπτωση στα δύο τέκνα της, στα οποία θα αφιερωθεί από ένα κεφάλαιο στη συνέχεια. Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, έχουμε διαπιστώσει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ταινία ιχνηλατεί τον τρόπο που το περιβάλλον, το στενό και το ευρύτερο, επηρεάζουν συμπεριφορές και (δια)πλάθουν χαρακτήρες. Αν μας ρωτάτε, κακώς πέρασε απαρατήρητη στο Φεστιβάλ Καννών του 2022 όχι τόσο από την Κριτική Επιτροπή του Διαγωνιστικού Τμήματος μα κυρίως από την κριτική.