Οι «Διακοπές στη Ρώμη» σύστησαν την Όντρεϊ Χέμπορν στο μεγάλο κοινό το 1953, της χάρισαν ένα Όσκαρ με τον πρώτο σημαντικό της ρόλο σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά η ακόμη και σήμερα αξιαγάπητη, λαμπερή «Σαμπρίνα» είναι η ταινία που την καθιέρωσε, εκείνη και το μοναδικό της στυλ, έναν χρόνο αργότερα. Υποδύεται την κόρη του σοφέρ της οικογένειας Λάραμπι, που για να ξεπεράσει τον αγιάτρευτο έρωτά της με τον γυναικά γόνο της δυναστείας των βιομηχάνων (Χόλντεν), πηγαίνει στο Παρίσι. Επιστρέφοντας, το συμπαθές ασχημόπαπο (τρόπος του λέγειν) έχει μεταμορφωθεί σε υπέρκομψο κύκνο και ξεκινά τη γλυκιά εκδίκησή του υπό την ψύχραιμη επιτήρηση του σώφρονα αδελφού Λάινους (Μπόγκαρτ).

 

Σπάνια μια ταινία που δεν είναι εποχής κρίνεται και από τα κοστούμια της, αλλά εδώ το περίφημο μαύρο κοκτέιλ φόρεμα της Σαμπρίνα, που βασίστηκε σε ένα από τα πολλά προτεινόμενα σχέδια του Ιμπέρ ντε Ζιβανσί και υλοποιήθηκε από τη βασίλισσα του ενδυματολογικού τμήματος της Paramount, Ίντιθ Χεντ, έκρινε εν πολλοίς όχι μόνο την απαρχή μιας νέας εποχής για το μεταπολεμικό ντύσιμο των γυναικών με διαφορετική φιγούρα από την κλασικά χυμώδη κοψιά του pin-up θηλυκού αλλά και την ισορροπία της γοητείας της ηρωίδας απέναντι σε δύο ανταγωνιστικούς τύπους ανδρών ‒ χωρίς, φυσικά, να παραγνωρίζεται η ευστροφία του σκηνοθέτη Μπίλι Γουάιλντερ στην ανάπτυξη των συγκρουόμενων ειδυλλίων και την ανάλαφρη εξέλιξη των τριών βασικών χαρακτήρων.

 

Ο Γουάιλντερ κατάφερε να απελευθερώσει την (άλλη) Χέμπορν, να δώσει κωμικότερη διάσταση στον αγαπημένο του από τη «Λεωφόρο της Δύσης» Χόλντεν και να χαλαρώσει τον παραδοσιακά άκαμπτο Μπόγκαρτ, αναγκάζοντάς τον να του ζητήσει συγγνώμη στο τέλος των γυρισμάτων για την έλλειψη εμπιστοσύνης και την αγένεια που επέδειξε, κυρίως επειδή δεν ήταν η πρώτη επιλογή (ο Κάρι Γκραντ είχε αρνηθεί).