Το 2010 μία ιστοσελίδα αφιερωμένη στην προστασία πληροφοριοδοτών φέρνει στη δημοσιότητα απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ, με τα οποία δίνει άλλη διάσταση στη διαρροή πληροφοριών. Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ταινία εκθέτει την εξαπάτηση και τη διαφθορά της εξουσίας, που κατάφερε να μετατρέψει αυτή την άγνωστη ιστοσελίδα σε μία από τις πιο πολυσυζητημένες των τελευταίων ετών καθώς επίσης και τον ιδρυτή της σε ήρωα. Η ιστορία ξεκινά με τον μυστηριώδη ιδρυτή του Wikileaks, Τζούλιαν Ασάνζ και τον Ντάνιελ Ντόμσαϊτ- Μπεργκ να συνεργάζονται με σκοπό την μυστική παρακολούθηση των ισχυρών και των προνομιούχων του κόσμου. Με ελάχιστα οικονομικά κεφάλαια δημιουργούν μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που επιτρέπει στους πληροφοριοδότες να δημοσιεύουν ανώνυμα στοιχεία κρατών και κυβερνήσεων. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μπόρεσαν να δημοσιεύσουν πληροφορίες που ούτε τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν είχαν καταφέρει. Όταν όμως ο Ασάνζ και ο Μπεργκ θα αποκτήσουν πρόσβαση στα πιο εμπιστευτικά έγγραφα στην ιστορία των ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα καθοριστικό ερώτημα: Ποιο είναι το κόστος του να κρατάς μυστικά σε μία ελεύθερη κοινωνία - και ποιο είναι το κόστος του να τα προδίδεις;

 

Ο αγρίως άνισος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπιλ Κόντον (από το Gods and Monsters στο Dreamgirls, και από τον Κίνσεϊ στην Χαραυγή) καταφεύγει σε φρενήρες μοντάζ για να μασκάρει ένα ισχνό σενάριο- αλλάζει ακόμη και τον προσανατολισμό της ταινίας, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους, από την κοινωνική διάσταση μιας μικρής επανάστασης στο βασικό νευρικό σύστημα της διακίνησης και επεξεργασίας των πληροφοριών στην κοινωνία, στην ταραχώδη σχέση του ιδρυτή των διαβόητων Wikileaks με έναν βασικό συνεργάτη του.

 

Ο Ασάνζ εξαπέλυσε επίθεση σε κάθε καταγεγραμμένο σύμπτωμα τυραννίας, με ένα σαρωτικό, μη λογοκριμένο, ακτιβιστικό ξεμπρόστιασμα απόρρητων πληροφοριών πριν από μερικά χρόνια και έκτοτε παραμένει εξόριστος και κυνηγημένος, έχοντας βρει προσωρινό άσυλο σε ξένη πρεσβεία στο Λονδίνο, ενώ εκκρεμούν τουλάχιστον 12 βαρβάτες ποινικές κατηγορίες εναντίον του- ως και τρομοκράτης έχει χαρακτηριστεί.

 

Στην ταινία τον υποδύεται ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς με μια περίεργη έμφαση στην ανθρώπινη πλευρά του, κάτι που γρήγορα φαίνεται ως υπερδραματοποιημένη υποκριτική, όχι μόνο γιατί έχουμε δει την ξερή και συγκρατημένη εκφορά του πραγματικού Ασάνζ σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του, αλλά διότι λογικά, δε γίνεται ένας στυγνός κυνηγός της πληροφορίας και περιπλανώμενος αντικαθεστωτικός χάκερ να αποκαλύπτεται ως πρωταγωνιστής σε θεατρική τραγωδία.

 

Η υπερβολή είναι μέρος μιας ταινίας που θέλει να δημιουργήσει εντυπώσεις, ζεστές σε σχέση με τον λιγοστό χρόνο που έχει παρέλθει από τα γεγονότα, αλλά δεν έχει τα φόντα (το σενάριο, τη μαεστρία) που έκαναν το Social Network ένα πολυεπίπεδο σχόλιο στην ηλεκτρονική εποχή, την ανάγκη για επαφή και την ανθρώπινη γέφυρα αυτών των δύο στο πρόσωπο του Ζούκεμπεργκ. Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο πάσχει από την ανελέητη περιγραφική αφηγηματικότητα που στέγνωσε το Zero Dark Thirty, χωρίς καν να διαθέτει τη δύναμη και το focus της ταινίας της Μπίγκελοου.