Οι πραγματικά κακές ταινίες μοιάζουν με τροχαίο δυστύχημα: διαισθάνεσαι από την αρχή πως κάτι πολύ κακό, οδυνηρό να το βλέπεις έχει συμβεί, ο άγραφος κανόνας ορίζει πως δεν είναι αξιοπρεπές να σταματήσεις, ούτε έχεις χρόνο για χάσιμο για κάτι εκτός προγράμματος, αλλά κόβεις ταχύτητα για να ρίξεις μια κλεφτή ματιά, υπνωτισμένος από το θέαμα. Τις περισσότερες φορές δεν το ξεχνάς, παρά το γεγονός ότι ξέρεις πως δεν θα σου κάνει καλό να το επαναφέρεις στη μνήμη, αλλά δεν ξεκολλάει από το μυαλό.

 

Ο Τζέιμς Φράνκο, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο Disaster Artist, δεν κάνει το λάθος να υποπέσει στην άνανδρη ευκολία της ειρωνείας, αφού ολόκληρη η πορεία του Γουάιζο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον χαστούκι στον κυνισμό.

Το The Room, όχι το σκέτο Room, το οσκαρικό με την Μπρι Λάρσον, αλλά το εξωφρενικά άστοχο από κάθε άποψη προσωπικό μανιφέστο κακού γούστου από κάποιον απροσδιόριστης ηλικίας και πολύ παράξενης εμφάνισης Τόμι Γουάιζο, που βάλθηκε να αποδείξει στον κόσμο πως είναι σπουδαίος τραγωδός που ξερνάει διαλόγους σαν να κρέμεται η ζωή του από μια faux σαιξπηρική ατάκα, πέρασε στα ψιλά της βιομηχανίας, εκτελεσμένο στην κυριολεξία από μια ομάδα ερασιτεχνών κάτω από τη μύτη του Χόλιγουντ, στις αρχές αυτού του αιώνα. Ένα δράμα που έμοιαζε με τρακάρισμα του κινηματογράφου με την απερίσκεπτη ματαιοδοξία του αινιγματικού δημιουργού του φυσιολογικά πάτωσε σε εισπράξεις, ώσπου οι καλτίστες ανακάλυψαν μια κρυφή κωμωδία στην απόπειρα του Γουάιζο να γράψει, να σκηνοθετήσει, να παίξει τον κεντρικό ρόλο και να διανείμει το καλλιτεχνικό του παιδί, αφού πρώτα σπατάλησε ως ανίδεος που πιάστηκε κορόιδο από τον εαυτό του μια μικρή περιουσία, που κανείς δεν γνωρίζει πώς έφτιαξε ‒ εδώ κανείς δεν είναι σίγουρος από πού κατάγεται και πώς κατέληξε στον χώρο, αφού οι πληροφορίες που δίνει ο ίδιος για την ηλικία του, το γαλλικό παρελθόν του και τις προηγούμενες δουλειές του δεν στέκουν και οι φήμες, επιεικώς, διίστανται.

 

Ένας από εκείνους που είδαν την τεράστια αφίσα στη Hollywood Boulevard του Λος Άντζελες, με την ερσάτζ αγριεμένη φάτσα του Γουάιζο να δεσπόζει και το τηλέφωνό του(!) στο κάτω μέρος, ήταν και ο Σεθ Ρόγκεν, που δεν πίστευε στα μάτια του, αποφάσισε να ρωτήσει και να μάθει πού παίζεται, πήγε να τη δει και πάλι δεν πίστευε στα μάτια του. Ο κολλητός του, ο Τζέιμς Φράνκο, δεν άργησε να γοητευτεί από την ιδέα της μεταφοράς της ελαφρόμυαλης, στομφώδους διαδρομής του The Room από το απόλυτο τίποτα στο μυαλό του χολιγουντιανού στάρλετ στη σοβαρή υποψηφιότητα της χειρότερης ταινίας όλων των εποχών και να διακρίνει τη μεγάλη εικόνα: στην πόλη της απόλυτης λοταρίας, όπου ακόμη και ο μεγαλύτερος σαιξπηρικός ηθοποιός του κόσμου μπορεί και να μην έχει καν μισή ευκαιρία να δείξει τι μπορεί να κάνει, δηλαδή να μη γίνει δεκτός ούτε σε ακρόαση, πόσο μάλλον να αναγνωριστεί και να διακριθεί, ένας αντικειμενικά άσχετος, κανονικό ούφο, τόσο πασέ που προκαλεί θυμηδία ακόμη και ακίνητος, με γαϊδουρινή αυτοπεποίθηση και παντελή αίσθηση αισχύνης και αυτογνωσίας, πετυχαίνει, χτυπώντας το Χόλιγουντ στην επιδερμίδα του ‒εκεί όπου πονάει περισσότερο‒ και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποτινάξει της ρετσινιά του ελαφρού και εφήμερου.

 

Το Disaster Artist, που δεν φιλοδοξεί να προσπεράσει ή να ξεπεράσει το θέμα του, σχολιάζει έξυπνα τη μοναδική ικανότητα του σινεμά να τοποθετήσει, με συνοπτικές διαδικασίες, έναν εκπρόσωπο της αταλαντοσύνης στο πάνθεον της δημοφιλίας.

Η έλλειψη βάθους και παιδείας στην Τέχνη δεν υπήρξε ποτέ οριστικό κριτήριο αποκλεισμού από το ενδιαφέρον της μάζας, του μεγάλου κοινού, και στα μάτια όσων διαβάζουν τις ταινίες ως προϊόντα προς πώληση ‒και δεν είναι λίγοι αυτοί‒ ο Τόμι Γουάιζο δεν είναι διόλου αποτυχημένος. Ο Τζέιμς Φράνκο, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο Disaster Artist, δεν κάνει το λάθος να υποπέσει στην άνανδρη ευκολία της ειρωνείας, αφού ολόκληρη η πορεία του Γουάιζο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον χαστούκι στον κυνισμό. Από την πρώτη σκηνή, που μπαίνει σαν τον ροκ διάβολο παίζοντας τον Μάρλον Μπράντο στο Λεωφορείον ο Πόθος και η καθηγήτρια Μέλανι Γκρίφιθ μένει άναυδη με την εκνευριστικά λάθος προσέγγισή του, μέχρι τις απανωτές, εξίσου αμίμητες επιλογές του ως Τζόνι στην ταινία που έγραψε ο ίδιος αλλά δεν είχε συναίσθηση περί τίνος επρόκειτο ‒ούτε καν θυμόταν τα λόγια του‒, είναι σαφές πως κατανοεί πως ο αυτόκλητος ηθοποιός δεν κάνει πλάκα. Απλώς θέλει πολύ να γράψει Ιστορία, όπως-όπως.

 

Με τα χρήματα που διαθέτει κανείς δεν του λέει όχι και με την πειθώ του δεν είναι δύσκολο να τουμπάρει έναν φέρελπι νόστιμο, τον Γκρεγκ Σέστερο (Ντέιβ Φράνκο), που ήθελε να γίνει Τζέιμς Ντιν, να γίνει αδελφός και συνοδοιπόρος του στο έγκλημα. Πολύ γρήγορα, την απογοήτευσή του που κανείς δεν κατάλαβε το σοβαρό δράμα που επιδίωξε να γυρίσει διαδέχτηκε η ικανοποίησή του για το αθέλητο, αλλά πηγαίο γέλιο που έχει προσφέρει από την πρεμιέρα μέχρι σήμερα στις πολλοστές μεταμεσονύκτιες προβολές του. Επιπρόσθετα, το Disaster Artist, που δεν φιλοδοξεί να προσπεράσει ή να ξεπεράσει το θέμα του, σχολιάζει έξυπνα τη μοναδική ικανότητα του σινεμά να τοποθετήσει, με συνοπτικές διαδικασίες, έναν εκπρόσωπο της αταλαντοσύνης στο πάνθεον της δημοφιλίας.