Ο Ντέιβιντ Λόουερι είναι η επιτομή του εκλεκτικού σκηνοθέτη: ο ελεγειακός Κύριος (Ρέντφορντ) και το Όπλο του, η τρυφερή επανατοποθέτηση του ντισνεϊκού Pete’s Dragon στο σήμερα, η ιδιοσυγκρασιακή κραυγή μοναξιάς του στο Ghost Story με τον Κέισι Άφλεκ και τη Ρούνι Μάρα, την καλύτερη ταινία του με διαφορά, φανερώνουν μια πολυθεματική ανησυχία με μοναδικό κοινό άξονα την προσοχή τους στους χαρακτήρες και την αγάπη του στους ηθοποιούς.

 

Η κλασική ιστορία του Πράσινου Ιππότη από τον δέκατο τέταρτο αιώνα είναι παράγωγη των θρύλων του βασιλιά Αρθούρου και από το μεσαιωνικό ιπποτικό σύμπαν τού κίνησε το ενδιαφέρον ο ξεροκέφαλος Γκάουεν, ανιψιός του βασιλιά, που τόλμησε να τα βάλει με τον γίγαντα με το πράσινο δέρμα και τις ανυπολόγιστες (εξού και ο ξεροκέφαλος δράστης) ικανότητες, ικανοποιώντας το γινάτι του να ξεχωρίσει γρήγορα και φίνα στη γνωστή τράπεζα των ατρόμητων. Έμπειροι και λογικοί εκείνοι, αρνήθηκαν, ενώ ο ανιψιός κολακεύτηκε και δέχτηκε. Η πρόκληση είναι απλή και πονηρή: αν αποκεφαλίσεις τον Πράσινο Ιππότη και μετά από έναν χρόνο ολοκληρώσεις τη δοκιμασία χωρίς παράπλευρες απώλειες, έχεις περάσει τις εξετάσεις και πας φουλ για το στέμμα.

 

Ο Γκάουεν το κάνει, ο γίγαντας μαζεύει από κάτω το κεφάλι, το βάζει στη θέση του και έναν χρόνο αργότερα ο ήρωας ξεκινά το ταξίδι, διασχίζοντας το μαγεμένο βασίλειο όπου ζώα μιλάνε, γηραιές γυναίκες παρακολουθούν με δεμένα τα μάτια, οπτασίες παραμονεύουν για να θολώσουν τη λογική και ένα ολόκληρο δάσος μοιάζει θανάσιμα πολλά έτη φωτός μακριά από την παραμυθένια θαλπωρή του Κάμελοτ.

 

Ο Λόουερι δεν διατήρησε το μακροσκελές έμμετρο του άγνωστου συγγραφέα, προτιμώντας να μπολιάσει έναν φολκλορικό μύθο με σύγχρονους κώδικες θρίλερ και τα θεματικά ρεύματα της ερωτικής επιθυμίας και της διεκδίκησης της προσωπικής ταυτότητας. Η βασική παράμετρος του ξεσκονίσματος είναι ο πρωταγωνιστής που προσωποποιεί την αέναη αναζήτηση και δεν είναι άλλος από τον Ντεβ Πατέλ του Slumdog Millionaire. Ξυπνά σε ένα πορνείο, δεν έχει ακόμη βάλει το σημάδι του στον κόσμο, ούτε έχει δείξει τις όποιες αρετές ή αδυναμίες του, και μοιάζει φαβορί να πέσει στην παγίδα του αρχαίου Ιππότη και να αποδεχτεί το παιχνίδι του αποκεφαλισμού, με τη σαφή αίρεση της επιστροφής του τσεκουριού στο Πράσινο Παρεκκλήσι και ένα δρομολόγιο ελάχιστα χαρτογραφημένο.

 

Ο Πατέλ διαθέτει την ευκολία της ερμηνείας στην αποτύπωση της ταλαιπωρίας, του εσωτερικού άγχους, της μόνιμης νευρικότητας και κυρίως της έκδηλης απορίας στο ανοιχτό βλέμμα του. Συχνά «κακομοίρης», σπανιότατα άρχοντας και κυρίαρχος του παιχνιδιού, φαντάζει ιδανική επιλογή, μόνο που υπερβάλλει, πέφτοντας στην παγίδα της τάσης του για δραματική έμφαση στην αυτοτιμωρία ‒ σαν να κουβαλά ένα δικό του σύνδρομο πονεμένου και παρεξηγημένου.

 

Ο Λόουερι επιχειρεί να διαβάσει από μέσα τον μύθο, να εγκαταστήσει μια ατμόσφαιρα μεσαιωνικού παραμυθιού, αν και πιο διακριτική, όχι βαριά και ασήκωτη, αλά Ρίντλεϊ Σκοτ και Τζον Μπούρμαν, ούτε όμως και ρεβιζιονιστικά ή αιρετικά εξαφανισμένη. Και βασικά ψυχαναλύει το στόρι συνεχώς και «ανακρίνει» αναχρονιστικά τον πρωταγωνιστή Γκάουεν σε όλη τη φαντασματική πορεία του. Η Ιστορία γράφεται από τους γενναίους ήρωες και τους κακούς δολοφόνους και η πραγματική ικανότητα του Πατέλ σταματά πολύ νωρίς, όταν ο φιλοπαίγμων Πράσινος βαθύφωνος γίγαντας τού λέει «τα λέμε του χρόνου», αφού νόμιζε πως θα ξεμπερδέψει τόσο εύκολα για μια θέση στο πάνθεον των ιπποτών, δίπλα στον έμπειρο θείο και στη στωική Γκουινεβίρ.

 

Η γκρίζα ζώνη των πειρασμών, του εφιάλτη και της οπτασίας που ακολουθεί είναι μια ευγενής, αλλά ανιαρή αλληγορία για την έννοια της συνειδητοποίησης της ζωής. Ο Λόουερι έχει μετριάσει τον αρχαϊκό διδακτισμό, όμως δεν παύει να τραβάει σε μάκρος και να αναπτύσσει μια αυτοάνοση προσποίηση ‒ η υπεραγγλική προφορά της Αλίσια Βικάντερ δεν βοηθά και ο Έτζερτον με τον Σον Χάρις δεν φτάνουν.