«Η τέχνη δεν θα υπήρχε χωρίς την κριτική. Θεωρώ εμένα και τους συναδέλφους μου ως τις όχθες ενός ποταμού, και την τέχνη, το νερό που κυλά στη μέση. Η δουλειά μας είναι να άγουμε τη ροή του. Να την καθοδηγήσουμε και να την περιορίσουμε, αν χρειαστεί. Γιατί χωρίς τις όχθες, ακόμα και ο πιο ορμητικός χείμαρρος θα ήταν μια πλημμυρισμένη πεδιάδα, μια μάταιη έκταση με λάσπη και μύγες».

 

Με αυτό το προβοκατόρικο λογύδριο ξεκινά τις διαλέξεις του ο Τζέιμς Φιγκέρας (Κλάες Μπανγκ), κριτικός τέχνης, που εφαρμόζει τη ρητορική, και όχι μόνο, γοητεία του σε εύπιστους, a priori εντυπωσιασμένους Αμερικανούς τουρίστες στην Ιταλία, λίγο πριν τους παρασύρει σε μια βαρύγδουπη αποτίμηση ενός πίνακα που ενδέχεται να τον έχει υπογράψει ένας σημαντικός, αν και παντελώς άγνωστος ζωγράφος, περιγράφοντας αλληγορικά την ψυχή της αγαπημένης αδελφής του.

 

Αλήθεια ή ψέμα; Μια όμορφη Αμερικανίδα, η Μπερενίς Χόλις (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι), πέφτει εθελοντικά στην παγίδα του, εκδηλώνει ενδιαφέρον προσεγγίζοντάς τον και μετά από μια γρήγορη ανταλλαγή ανειλικρινών ευφυολογημάτων καταλήγουν στο κρεβάτι, σε μια παρτίδα φωτογενούς σεξ. Ο Φιγκέρας μοιράζει προβαρισμένες ατάκες που τεστάρουν τα υποψήφια θύματά τους, στάζει αυτοπεποίθηση και τραχιά, θεληματική κομψότητα, καπνίζει με ελαφριά πόζα και καταπίνει συνεχώς διεγερτικά (ενοχλητικό κατάλοιπο ενός πιεστικού deadline του παρελθόντος). Είναι από εκείνους τους τύπους που πρόθυμα τους δανείζεις χρήματα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν θα σου τα επιστρέψουν ποτέ. Δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει την ερωτική του συνεύρεση και προβάλλει μια λογοτεχνίζουσα εικόνα οικογενειακής ευτυχίας με τραγική κατάληξη, μόνο και μόνο για να τσεκάρει αντίδραση. 

 

Με διάλογο υψηλής τεχνικής, ο Καποτόντι κατορθώνει όχι μόνο να αποφύγει στυλιζαρισμένους νουάρ σκοπέλους αλλά να συντάξει την ασάφεια της καλλιτεχνικής συνείδησης σε ένα δραματικό θρίλερ με σωστά τοποθετημένα στοιχεία και πάντα ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μέχρι το πικρό φινάλε.

 

Χωρίς ν' ανοίγει τα χαρτιά της, η ψύχραιμη, διφορούμενη Χόλις, αδιαπέραστη και απαλή, τον παρακολουθεί και τον ακολουθεί σ' ένα Σαββατοκύριακο έξω από τα συνηθισμένα: ένας φημισμένος έμπορος τέχνης, ο Τζόζεφ Κάσιντι (Μικ Τζάγκερ), τον καλεί στο εντυπωσιακό palazzo του και του κάνει μια πρόταση που δεν γίνεται να αρνηθεί: μια συνέντευξη με τον θρυλικότερο εν ζωή ζωγράφο που φιλοξενείται εδώ και αρκετό καιρό στον ξενώνα του, για μια σπανιότατη συνέντευξη, την πρώτη σε μισό αιώνα!

 

Ο Τζερόμ Ντέμπνι (Ντόναλντ Σάδερλαντ) είναι ο Σάλιντζερ του σιναφιού του, ένας ιδιοφυής εκκεντρικός που κάποτε όριζε το καλλιτεχνικό ρεύμα και εξαφανίστηκε κυριολεκτικά χωρίς ίχνος, καθώς οι γκαλερί που φιλοξενούσαν εκθέσεις του κάηκαν μυστηριωδώς – και μαζί όλοι ανεξαιρέτως οι πίνακές του.

 

Το δέλεαρ είναι μεγάλο και, όπως αναμενόταν, συνοδεύεται από έναν στυγερό όρο. Ο Κάσιντι, με μια αβρότητα που ωστόσο δεν κρύβει πως δεν κάνει τίποτα χωρίς το αζημίωτο, ζητά από τον Φιγκέρας να κλέψει, όπως μπορεί, έναν πίνακά του Ντέμπνι και ως αντάλλαγμα θα βάλει μέσον για να του εξασφαλίσει τη θέση του διευθυντή σε μεγάλο μουσείο – κάτι που λειτουργεί σαν πονηρό, ειρωνικό prequel σχόλιο, μια και ο Κλάες Μπανγκ υποδύθηκε έναν άνθρωπο με την ίδια ακριβώς θέση στην πιο γνωστή ταινία του, το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Τετράγωνο» του Ρούμπεν Όστλουντ.

 

Η ταινία ξεκινά με τα παλαιωμένα concepts του δημιουργού που οδηγείται σε μια φιλοσοφημένη αδράνεια, ανακαλύπτοντας το μάταιο της αναπαραστατικής περιγραφής της ύπαρξης καθώς και του αποτυχημένου καλλιτέχνη που σπαταλά τα όνειρά του, δηλαδή καταντά κριτικός, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει. Ο χαρακτήρας του Φιγκέρας προχωρά το κλισέ που τον ταλανίζει σε μια στάση αναμονής, δίνοντας στον κριτικό που κατά κάποιον τρόπο προσποιείται την εξουσία του ζωγράφου, σαν να μην έχει ακριβώς ανάγκη το αντικείμενο της μελέτης του, δηλαδή τον πρωτογενή δωρητή της μελέτης του.

 

Η Μπερενίς, η λυγερή κοπέλα με το ωραίο όνομα που την περίμενε όταν ήρθε στον κόσμο, όπως λέει, δεν είναι μόνο η τυχαία γνωριμία που δρα ως συνεργός σε μια πράξη που αρχικά αγνοεί αλλά λειτουργεί πιο αφαιρετικά και πολλαπλά, ως όψιμη μούσα του ζωγράφου, νέμεσις της αμαρτίας (αν και έχει δηλώσει πως στη νέα της περιπλάνηση δοκιμάζει τη γλύκα μιας εκπορνευμένης εκδοχής του εαυτού της) και κυρίως η συνείδηση που λείπει από τον Φιγκέρας – τουλάχιστον, ο ίδιος έχει επίγνωση της ροπής του προς την ηθική ανομία ως καλπάζων μηδενιστής μέσα στην καλόγουστη απογοήτευσή του.

 

Ο σκηνοθέτης Τζουζέπε Καποτόντι χτίζει σταθερά ένα μυστήριο που βασίζεται στις νωχέλεια της παλιάς Ιταλίας, του αποθηκευμένου πλούτου και της βαρυσήμαντης Ιστορίας, αλλά και στην απροθυμία του νέου ζευγαριού να αποκαλύψει, κάτω από τη διακεκομμένα σέξι στιχομυθία του, τα εσώψυχά του. Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι αν ο Τζέιμς θα προδώσει την Μπερενίς ή αν η Μπερενίς θα τον πουλήσει, μάλλον στον Κάσιντι, όπως είδε στον ύπνο του, διακρίνοντας μέσα από τις λιγοστές τύψεις του, ο φιλόδοξος εραστής.

 

Ο ρόλος του εμπόρου τέχνης στο έργο είναι περιορισμένος, αλλά κρίσιμος: ο Μικ Τζάγκερ παίζει τον διάβολο, χωρίς συμπάθεια για τα πιόνια του. «Δεν πρέπει ποτέ να αφήνω το αντίτιμο των πραγμάτων να επισκιάζει την αξία τους» λέει εισαγωγικά και προειδοποιητικά στον Τζέιμς, ανοίγοντας μια χαραμάδα στο οξύμωρο επάγγελμά του. Αν και μοιάζει απειλητικός, με το φημισμένο διάπλατο στόμα και τη λυμφατική φιγούρα του, ο Τζάγκερ/Κάσιντι τελικά είναι φιλικός, γιατί αναγνωρίζει συνάφεια στη στόφα του κριτικού με τα απωθημένα του σταρ.

 

Προς το τέλος αναρωτιέται με χλεύη για την αλήθεια, απλώς και μόνο στο άκουσμα της λέξης: κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν δικαιούται να την προφέρει όταν είναι τόσο βουτηγμένος στην υποκειμενικότητα και το συμφέρον. Ο Ντέμπνι του Ντόναλντ Σάδερλαντ είναι ένας χαμηλόφωνος ρόγχος, η παραβολική φωνή της σοφίας λίγο πριν από το τέλος. Ο Καναδός ηθοποιός, με την απαράμιλλη εγκράτεια και το σοφιστικέ, κρυφό του χιούμορ, προμηνύει συνεχώς την εξέλιξη της πλοκής, σχεδόν ακίνητος. Από την εμφάνισή του κι έπειτα ενεργοποιείται η θρίλερ πλευρά της ταινίας, δηλαδή τα ίχνη του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε.

 

Το Burnt Orange Heresy, ο αυθεντικός τίτλος, που αναφέρεται στον υποτιθέμενα τελευταίο πίνακα του Ντέμπνι και υπονοεί πολλά, από το καμένο πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος ως τη φωτιά που ξεσπά και αναγεννά, γράφτηκε το 1971 από τον πολύ άδικα και ανεξήγητα παραγνωρισμένο μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος Τσαρλς Γουίλεφορντ και κανονικά εκτυλίσσεται στη Φλόριντα.

 

Από τον μετατοπισμένο στα πέριξ της λίμνης του Κόμο Διαρρήκτη Υψηλής Τέχνης, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2019, λείπουν ο πυρετός της pulp ματαιότητας, η έξαψη της παρόρμησης που θόλωνε το μυαλό όσο ίδρωνε τα σώματα. Ωστόσο, με διάλογο υψηλής τεχνικής, ο Καποτόντι κατορθώνει όχι μόνο να αποφύγει στυλιζαρισμένους νουάρ σκοπέλους αλλά να συντάξει την ασάφεια της καλλιτεχνικής συνείδησης σε ένα δραματικό θρίλερ με σωστά τοποθετημένα στοιχεία και πάντα ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μέχρι το πικρό φινάλε.