Το πρώτο ευχάριστο στην ταινία Mr Brooks είναι πως ο Κόσνερ αποφάσισε να υποδυθεί έναν κακό (δεν φαντάζεστε πόσο βοήθησαν τα κινηματογραφικά καθάρματα τον Μάικλ Ντάγκλας να διώξει την μπούλικη εικόνα και το σύνδρομο του καλού γιου που τον ταλάνιζε επί χρόνια) και να του δώσει το κατάλληλο υλικό για να έχει τις αμφιβολίες του, τις τύψεις και τις δυνατότητες μετάνοιας. Ε, δεν θα τον άφηνε και στο έλεος του διαβόλου. Η δαιμονική όψη της ταινίας του Μπρους Έβανς είναι και η πιο αξιοσημείωτη. Ο αξιότιμος κύριος Μπρουκς έχει ένα άλτερ έγκο, τον επινοημένο δεύτερο εαυτό που υποδύεται ο Γουίλιαμ Χαρτ. Τον συνοδεύει στις δύσκολες αποφάσεις, στον τόπο του εγκλήματος και τον πουσάρει στη σκοτεινή του πλευρά, με μαύρο χιούμορ και τη δόση χαμογελαστού κυνισμού, που όλοι περιμένουμε από τον πάντα ανήσυχο Χαρτ. Όποτε αυτοί οι δύο δρουν, έχουμε μπροστα μας μια ασυνήθιστα mainstream ταινία του φανταστικού.

Αλλά δεν είναι η μόνη ταινία που ζει μέσα σ'αυτήν την πολύπαθη ταινία. Το ψυχολογικό προφίλ του Μπρουκς παραβιάζει κάθε κανόνα πειστικής εξήγησης του εγκλήματος - τουλάχιστον με τις πλούσιες κινηματογραφικές μας γνώσεις, και όχι με την πενιχρή μας παιδεία στην εγκληματολογία. Το έγκλημα είναι εθιστικό; Το έγκλημα είναι και κληρονομικό; Ο Μπρουκς πιστεύει πως είναι κάτι σαν αλκοολικός φονιάς και αποφασίζει να παραιτηθεί, σαν τους ανώνυμους που σηκώνουν το χέρι τους και αφηγούνται βήμα βήμα τον καημό τους. επίσης φοβάται σαν τρελός πως η κόρη έχει διαπράξει ένα έγκλημα στο κολέγιο και αυτός είναι γονιδιακά υπέυθυνος για τη ροπή του παιδιού του. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται στην ταινία. Μας αφήνουν να εννοήσουμε πως το ψυχικό ντελίριο του Μπρουκς σε συνδυασμό με τις ενοχές του, τον οδηγούν σε παράνοια και παντελή έλλειψη ευθυκρισίας. Έχει όμως έναν κουλ τρόπο να μας κάνει να πιστεύουμε πως όντως είναι εθισμένος και όντως η κόρη του έχει κάνει την κουτσουκέλα, με την ίδια ψυχρότητα και ψυχραιμία που χαρακτηρίζει κι αυτόν.

Οι ταινίες δεν τελειώνουν εδώ. Η αστυνομική πλευρά εκπροσωπείται από την ντετέκτιβ Ντέμι Μουρ, μια πάμπλουτη κληρονόμο που περνάει ένα άσχημο διαζύγιο από τον γυναικά και άπιστο σύζυγό της, και έχει βαλθεί να ξεσκεπάσει τις υπολογισμένες δολοφονίες του φαντομά που τακτοποιεί πάντα τα θύματά του και υπογράφει σκηνογραφικά τις ανίερες πράξεις του. Η Μουρ παίζει τη σκληρή και την ασυμβίβαστη, ενώ στη πραγματικότητα, με μια απλή εκβιαστική ερώτηση, χωρίς πίεση και δράμα, αποκαλύπτει πως ο μοναδικός της δαίμονας είναι ο ισχυρότατος μπαμπάκας της, που τόσο θέλει να του αποδείξει πως δεν τον έχει ανάγκη, κι αυτόν και τα λεφτά του.

Κρατώ τον φαντασιακό και παραπλανημένο δαίμονα στο κορμί του Κόσνερ, τον παιχνιδιάρη και απατηλό Χαρτ και την τροπή που μας υποσχέθηκε στην αρχή το φιλμ, πριν λοξοδρομήσει προς το μπερδεμένο αστυνομικό δράμα με όλες τις εμπορικές επιπτώσεις που συνεπάγονται. Μια χαμένη ευκαιρία, με κάποιο ενδιαφέρον.