Η προσέγγιση είναι φιλοσοφική και ανθρωπολογική και μας δίνει την ευκαιρία να βρεθούμε στη θέση τριών πειραματόζωων που κάποια στιγμή φοράνε στολή ποντικιού, έτσι, για να μην κάνουμε λάθος στην εκτίμησή μας. Το σενάριο είναι κυκλικό και τέλειο, το ύφος είναι ψυχρό αλλά στοχαστικό, χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους και το δράμα τους. Είναι σαν να τους παρακολουθούμε μέσα σε ένα εργαστήριο που μετατρέπεται σε μικρή αρένα ζωής, από την παιδική τους ηλικία μέχρι σήμερα.

Ο Ρενέ ποτέ δεν σταμάτησε να δοκιμάζει της δυνατότητες της αφήγησης, διαφοροποιώντας το σινεμά του από τους συναδέλφους του από τη Nouvelle Vague, οι οποίοι παραδόθηκαν στις επιρροές και στις εμμονές τους μετά τα πρώτα εικονοκλαστικά δείγματα - βλέπε Σαμπρόλ. Και αντίθετα με τον Γκοντάρ, που βλέπει τα πάντα κάτω από το πρίσμα του κινηματογραφικού υπερβατισμού πιστεύοντας πως το σινεμά είναι τελικά η πραγματικότητα, ο Ρενέ «μίκρυνε» το χώρο σε μια σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές του παίζουν μελετημένα και υπνωτικά, χωρίς εξάρσεις, σαν να μάχονται τον φαταλισμό και την προδιαγεγραμμένη πορεία τους.