Έργο ωριμότητας του Φρανσουά Οζόν, με στέρεα δομή και μερικά από τα αγαπημένα του παιχνιδίσματα ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία, που όμως δεν επηρεάζουν τον στόχο του: το εν λόγω αγόρι είναι ένας όμορφος παρείσακτος, ένας διαρρήκτης ψυχών που, αν και εικονοκλάστης, όπως τον αποκαλεί ο καθηγητής του, τσιμπήθηκε με τη μεσαία τάξη και θέλησε να τρυπώσει, όπως περίπου με τον λακωνικό Επισκέπτη/Τέρενς Σταμπ στο Θέωρημα, όταν «αποπλάνησε» συστηματικά και διαδοχικά τα μέλη της οικογένειας. Το Αγόρι στο τελευταίο θρανίο, ωστόσο, δεν είναι παρά ένα σχόλιο στον Παζολίνι (και στο κατοπινό remake του Μαζέρσκι) γιατί δεν ασχολείται καθόλου με τις μαρξιστικές προεκτάσεις, ελάχιστα με τις ομοφυλοφιλικές επιπλοκές και κυρίως δεν αφηγείται την ιστορία μόνο με τις 923 λέξεις του Παζολίνι αλλά με ένα χείμαρρο λόγου, καθώς ο μαθητής ουσιαστικά γράφει και αφηγείται με voice over ένα αυτοβιογραφικό διήγημα με τη μορφή προαιρετικής εργασίας, με την ουσιαστική καθοδήγηση του καθηγητή λογοτεχνίας, ξεπέφτοντας ως και σε επίπεδα Μπάρμπαρα Κάρτλαντ για να ωραιοποιήσει την πλοκή με εύκολο συναίσθημα. Η σχέση μεταξύ τους είναι βαθιά, εναλλάξ δραματική και κωμική, με διεισδυτική και καίρια την ελεγχόμενη απελπισία του σπουδαίου Φαμπρίς Λυκινί. Ο 16χρονος Μακιαβέλι δεν ζηλεύει υλικά αγαθά αλλά την κανονικότητα ενός βαρετού οικογενειακού σχήματος, και επιχειρεί να το αναλύσει για να διακριθεί και να επιδειχθεί, αλλά και να το ζήσει για να συγκινηθεί. Υπάρχουν τρεις επιλογές σε πατρικό πρότυπο και ο νεαρός ζογκλάρει οριακά με τις ζωές των άλλων, είτε στο μυαλό του είτε με τις πράξεις του. Κάποιος από αυτούς του ταιριάζει, αλλά θα πρέπει να περιηγηθεί για να τον βρει. Ο Οζόν θολώνει τις γραμμές ανάμεσα στο εγκεφαλικό και το θυμικό, το ένστικτο και τη λογική, όπως άλλωστε κάνει συνήθως, και εδώ η ψυχρή αντιμετώπιση της ιστορίας του με τις γνώριμες ξαφνικές στροφές στο register της κινηματογραφικής γλώσσας εξυπηρετεί απόλυτα την ταινία.