Αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ο νομοταγής πολίτης Ντον Έβανς (Μπέιλ) επιστρέφει με σακατεμένο πόδι και μια μικρή αποζημίωση, νοικιάζει ένα μικρό ράντσο στην Αριζόνα, εγκαθίσταται με τη γυναίκα και τους δυο γιους του και τα βρίσκει σκούρα όταν η γη χερσεύει, το κοπάδι αποδεκατίζεται και ο ιδιοκτήτης του ράντσου θέλει να του το πάρει γιατί από εκεί θα περάσει ο νέος σιδηρόδρομος και θα αποκτήσει χρήματα από την απαλλοτρίωση. Η μοναδική του λύση για να βρει τους πόρους που χρειάζεται είναι να συμμετάσχει σε ένα απόσπασμα που κυνηγάει τον επικηρυγμένο ληστή Μπεν Γουέιντ, έναν διαβόητο αρχηγό συμμορίας που χτυπάει τα τρένα και αποσπά μεγάλα ποσά από τοSouthern Pacific Railroad.

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ εδραιώνει την ψυχολογία των δυο ανδρών με μια σταδιακή συνάντηση της απάθειάς τους σε κοινό έδαφος. Ο Έβανς γίνεται εθελοντής και το ομοσπονδιακό απόσπασμα κατορθώνει να συλλάβει τον διαβόητο κακοποιό με πρόθεση να τον οδηγήσει στο δικαστήριο. Οι δυο τους περνάνε πολλές ώρες μαζί και ο Γουέιντ φαίνεται να το διασκεδάζει, κάτι σαν αλλαγή από το καθημερινό του, βαρύ πρόγραμμα με τις παρανομίες και γνωρίζοντας κατά βάθος πως η καλά εκπαιδευμένη ακολουθία του θα τον απελευθερώσει. Η ηθική προσήλωση του Έβανς τον γοητεύει. Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτόν. Παλεύει για λίγα χρήματα, για να παρέχει ασφάλεια στην οικογένειά του. Όμως υπάρχει κάτι σημαντικό που μοιράζονται: την απέχθεια για ένα σύστημα διεφθαρμένο, για έναν αυξανόμενα διαβρωμένο κρατισμό που δεν νοιάζεται για τους πολίτες και εξυπηρετεί συμφέροντα ολίγων και κοιτάζει πώς να τους ξεγελάσει. Από ένα σημείο κι έπειτα, ο Γουέιντ εύχεται να παραμείνει δέσμιος για να μελετήσει την άδολη φύση του διώκτη του. Ο Έβανς υποκρίνεται πως δεν εκφέρει κρίση για τον Γουέιντ. Και ουσιαστικά μένει ουδέτερος στην αιτία που τον έχει οδηγήσει στην παρανομία. Δεν μπορεί να παραδεχθεί πως ένας ληστής και φονιάς έχει δίκιο. Στις μικρές λεπτομέρειες διαφέρουν. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ τους μαρκάρει στενά και διαθέτει στις αποσκευές του σεναρίου του μια πλούσια υπόθεση που μπλέκεται περισσότερο με την προσθήκη του μεγάλου γιου του Έβανς. Ο θυμωμένος έφηβος κατακρίνει τον πατέρα του για ολιγωρία και δειλία μπροστά στην αδικία που αντιμετωπίζει η οικογένεια και θαυμάζει τον Γουέιντ σα να ήταν ένα ροκ είδωλο, αμαρτωλό αλλά λαμπερό και αξιοζήλευτα macho και cool. Ο μικρός μπαίνει σφήνα και περιπλέκει την αποστολή. Παράλληλα ο Μάνγκολντ διασκεδάζει που ο Γουέιντ διασκεδάζει με την κατάσταση αλλά και από το γεγονός ότι και ο Ράσελ Κρόου επιτέλους διασκεδάζει και χαλαρώνει με έναν κινητικό ρόλο, κακού αλλά όχι όσο αφήνει να εννοηθεί - έχει και μια εικόνα που οφείλει να υπηρετήσει. Οι όροι αντιστρέφονται και όπως κάθε γουέστερν που σέβεται την ιστορία του είδους, καταλήγει σε μια μικρή πόλη με μια εκτεταμένη μονομαχία σε αντίστροφη μέτρηση.

Η ταινία μοιάζει να έχει υπολογισθεί με κλεψύδρα και παίζει στα δευτερόλεπτα. Δεν υπονομεύει τους χαρακτήρες, ούτε επιχειρεί να αναθεωρήσει με πίκρα και νεωτερισμούς τη Δύση και τους κανόνες της. Ποντάρει στην ενέργεια και την τεχνική αρτιότητα για να δώσει έμφαση σε μια υπόθεση μεστή και συμμετρική. Η συμμορία είναι ερμηνευτικά υπέρ το δέον σχηματική, αλλά η μουσική βοηθάει πάρα πολύ με τα θριλερικά στοιχεία που φέρνει στα μοτίβα του ανοιχτού ορίζοντα.