Ο Τζέιμς Όκλι παραμένει σχετικά άγνωστος ακόμα και στο κύκλωμα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, αλλά οι δύο ταινίες που έχει σκηνοθετήσει μέχρι στιγμής είναι ενδιαφέροντα παραδείγματα συμφοράς από το πολύ μυαλό ή, καλύτερα, από την πολλή σινεφιλία.

 

Γύρισε το The Devil you know σε σενάριο του Άλεξ Μιχαηλίδη το 2005, με ένα καστ (Λένα Όλιν, Ρόζαμουντ Πάικ, η Τζένιφερ Λόρενς πολύ νέα, στον πρώτο της ρόλο) που θα πίστευε κάποιος πως θα αποτελούσε ακλόνητη εγγύηση για ευρεία διανομή, ίσως και επιτυχία, αν η συγκυρία, και βεβαίως το περιεχόμενο, συνεπικουρούσαν.

 

Εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν, Mildred Pierce, όχι όμως με τον αποδομημένο και στιβαρά μελό τρόπο που το προσέγγισε περίπου την ίδια περίοδο στην τηλεοπτική μίνι σειρά του με την Κέιτ Γουίνσλετ και τον Γκάι Πιρς ο Τοντ Χέινς, αλλά στην πρωτότυπη εκδοχή του Μάικλ Κερτίζ, που στην Ελλάδα είχε παιχτεί με τον τίτλο Θύελλα σε μητρική καρδιά, με την Τζόαν Κρόφορντ σε φόρμα, με τρομαγμένα και απειλητικά, ορθάνοιχτα μάτια και αυτοκτονική φλόγα ντίβας στα κάρβουνα.

 

Το νουάρ του εκτελέστηκε με έναν νυσταλέο ρεβιζιονισμό που όφειλε πολλά στον Ντέιβιντ Λιντς και στον Μπράιαν ντε Πάλμα, αλλά κυρίως σε μια προσωπική ερμηνεία του στυλ του Ράινερ Φασμπίντερ, χωρίς όμως τη σκισμένη ψυχή και τη βρόμα στην υφή. Ωστόσο, ένα ενδιαφέρον το είχε.

 

Η συνέχεια ήταν τουλάχιστον ατυχής για τον Όκλι: το The Devil you know έμεινε στο ράφι για 8 χρόνια και με έναν μαγικό τρόπο (που μπορεί να αποδοθεί στην όψιμη φήμη της Λόρενς) βγήκε σε video on demand, αλλά όχι στις αίθουσες, το 2013.

 

Δεν γίνεται να γνωρίζω τι είχε στο μυαλό του ο Όκλι, αλλά από το καστ, τις κινήσεις της κάμερας και τον slapstick τόνο που υιοθετεί φαίνεται πως ήθελε να συνδυάσει μερικούς σκηνοθέτες με το ανεξάρτητο σινεμά της δεκαετίας του '90

Όλα αυτά, συν η κακή επαγγελματική σχέση του με τη Λέσλι Αν Γουόρεν, η οποία απολύθηκε την πρώτη μέρα των γυρισμάτων για να αντικατασταθεί από την Όλιν, ήταν αρκετά για να στείλουν τον Όκλι μόνιμα στις καλένδες, με μια ταινία για να θυμάται τη φιλοδοξία του. Όχι τόσο γρήγορα.

 

Και πάλι σε σενάριο του Μιχαηλίδη, το The Brits are coming, που άλλαξε τίτλο σε The con is on, ο Όκλι μάζεψε ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό επιτελείο ηθοποιών. Ο Τιμ Ροθ υποδύεται τον αμετάκλητα μεθυσμένο Άγγλο που χαπακώνεται και μεθάει χωρίς αύριο, παρέα με τη σύζυγό του Ούμα Θέρμαν, Ταπί και ανήσυχο, το ζεύγος της ψηλής απατεώνισσας με τον κοντό που βρίζει και δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται αναχωρεί για το Λος Άντζελες για να ζητήσει χρήματα, εξαργυρώνοντας μια χάρη από παλιά κομπίνα από τον Στίβεν Φράι, ο οποίος προφανώς υποδύεται τον ευσεβή ιερωμένο, ενώ έχει έναν νεότατο Ασιάτη εραστή/νεωκόρο για όλες τις δουλειές.

 

Ενώ η Θέρμαν και ο Ροθ καταλύουν με ψέματα και δόλο, τσάμπα, στο Chateau Marmont και ετοιμάζονται για πόκα και κλεψιές σαν χρυσοδάχτυλοι του υποκόσμου, αλλά με στυλ και θολωμένο μηδενισμό, ο Φράι ειδοποιεί μια παλιά φίλη και συνεργάτιδα της Θέρμαν, τη Μάγκι Κιου, κάποτε τσιμπημένη μαζί της, αλλά εκδικητική γιατί δεν κατάπιε ποτέ την προδοσία, να έρθει για να πάρει πίσω τα «σπασμένα».

 

Στο μεταξύ, η Θέρμαν έχει ψήσει τον Ροθ να έρθει και πάλι σε επαφή με την πρώην σύζυγό του, την Άλις Ιβ, η οποία, ενώ δεν σταμάτησε να τον αγαπάει, έχει παντρευτεί έναν ανισόρροπο σκηνοθέτη, τον άπιστο και υπερφίαλο Κρίσπιν Κλόβερ, με τον οποίο ζουν σε μια τυπική χολιγουντιανή έπαυλη, με έναν Γερμανό θαλαμηπόλο με βαριά προφορά που κάνει άσχετες παρατηρήσεις και κυκλοφορεί με σορτσάκι και μια οριακά ψυχοπαθή οικονόμο και βοηθό, αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Κλόβερ, την Πάρκερ Πόουζι. Στόχος, ένα πανάκριβο δαχτυλίδι.

 

Και πάλι σε σενάριο του Μιχαηλίδη, το The Brits are coming, που άλλαξε τίτλο σε The con is on, ο Όκλι μάζεψε ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό επιτελείο ηθοποιών

Δεν γίνεται να γνωρίζω τι είχε στο μυαλό του ο Όκλι, αλλά από το καστ, τις κινήσεις της κάμερας και τον slapstick τόνο που υιοθετεί φαίνεται πως ήθελε να συνδυάσει μερικούς σκηνοθέτες με το ανεξάρτητο σινεμά της δεκαετίας του '90, ενώνοντας κάτω από την ίδια πλοκή τους σχετικά ξεχασμένους, στα όρια του cult, Κρίσπιν Κλόβερ και Πάρκερ Πόουζι, και τον Ροθ με τη Θέρμαν του Pulp Fiction.

 

Ο Ταραντίνο και το στυλ του δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά του, αλλά το φάντασμα του Ρόμπερτ Άτλμαν κυριαρχεί σε ένα πολυπρόσωπο γαϊτανάκι ειρωνικής απατεωνιάς και φαινομενικά ασύνδετων χαρακτήρων που κοντοστέκονται και παραφυλάνε, εμφανίζονται σαν απρόσκλητοι μουσαφίρηδες στη μέση μιας κρίσιμης ανταλλαγής διαλόγων ή πυροβολισμών, κρύβονται κάτω από μπαρ, τραπέζια ή κρεβάτια όπως-όπως, και όχι ακριβώς πετυχημένα, και δραπετεύουν σαν παιδάκια που τα συνέλαβαν επ' αυτοφώρω σε ένα παιχνίδι με ψεύτικα όπλα και χαζές ατάκες.

 

Από την άλλη, φλερτάρει με τη σωματική κωμωδία του Μπλέικ Έντουαρτς, αλλά στα χειρότερά του ‒ στο A fine mess, ας πούμε. Ο Ροθ παίζει σαν απόφοιτος από τη σχολή μεθυσμένων του Ντάντλεϊ Μουρ, η Θέρμαν σπαταλάει την επιμελώς τσαλακωμένη, ευθυτενή φιγούρα της σε ένα βρετανικό αξάν άσφαιρο όσο στην αλήστου μνήμης κινηματογραφική μεταφορά των τηλεοπτικών Εκδικητών με τον Φάινς και τον Κόνερι, ο Κλόβερ εκτοξεύει ασυναρτησίες με το βλέμμα του (και δεν φταίει που δεν πείθει ποτέ πως θα μπορούσε να είναι σκηνοθέτης που περιμένει εναγωνίως το Όσκαρ του, όπως θέλει η ταινία), ενώ η Ιβ και η Πόουζι είναι καλές, με λίγα όπλα ουσίας και συνοχής.

 

Οι αναφορές είναι πολλές, όσες και οι προθέσεις, η πλοκή αποσυντίθεται σαν ξεθυμασμένη σαμπάνια, ενώ ο Όκλι ρίχνει πρόχειρα μια κουβέρτα αντί πραγματικού φινάλε αυτού του άσφαιρου homage. Το ΣΟΣ, Έρχονται οι Βρετανοί στο εξωτερικό βγήκε επίσης σε video on demand. Ωστόσο, για κάποιον λόγο, περιμένω την τρίτη του ταινία.