Δεν γνωρίζω για πόσον καιρό ακόμη θα μας εκπλήσσει ο Αλμοδόβαρ αλλά με το «Γύρνα Πίσω» σπάει ξανά τα κοντέρ, σαν πρωταθλητής που αρνείται να παραδώσει τον ολυμπιακό του τίτλο σε έναν νεότερο. Ενώ το δημοφιλές του όπλο είναι η σκηνοθεσία, το μυστικό του παραμένει πάντα στο σενάριο, εκεί όπου άλλοι σε ολόκληρή τους την καριέρα δεν μπορούν να φτάσουν στο εν δέκατο αυτού που κατορθώνει ο Ισπανός με μια σκηνή. Δεν υπερβάλλω. Το «Γύρνα Πίσω» τον «φέρνει πίσω» στον κόσμο των γυναικών, στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Λα Μάντσα, και στον αγαπημένο του θάνατο, το θέμα γύρω από το οποίο χορεύει μιξάροντας κωμωδία και δράμα.

Το έργο αυτό αναπαύεται πάνω στα πλούσια στήθη της Ραϊμούντα καθώς τα προτείνει για μια μητρική αγκαλιά στην κόρη της, ή τα αφήνει να σείονται μεγαλοπρεπώς, πλήρως συγχρονισμένα με το ιταλιάνικο, ερωτιάρικο περπάτημά της. Το βασικό μοντέλο είναι η Λόρεν στις δόξες της, αλλά στις τραγικές σκηνές η Κρουθ μεταμορφώνεται σε μια Μανιάνι χωρίς τη χαροκαμένη υπερβολή - ο φόρος τιμής του Αλμοδόβαρ στο μεγάλο εμπορικό σινεμά της Ιταλίας. Όπως όλες οι αφιερώσεις του, έτσι και το «Γύρνα Πίσω» αφομοιώνει τις επιρροές σε μια συμπαγή δομή, με στόχο και τόνο ιδιαίτερο και μοναδικό.

Η προσωπική εξομολόγηση του Αλμοδόβαρ αφορά τη μητέρα του και τη σφοδρή επιθυμία του να τη βλέπει ξανά και ξανά σε ένα ιδεατό παρόν συνεχούς επιστροφής: οι δύο αδελφές, η Ραϊμούντα και η Σόλε, ταλανίζονται από ένα μυστικό. Όταν η θεωρούμενη νεκρή μητέρα εμφανίζεται στη Σόλε, που κρύβει το επάγγελμά της ως κομμώτριας, η ορμητική και παθιασμένη Ραϊμούντα δεν το μαθαίνει αμέσως. Σε μια ανατριχιαστικά συγκινητική σκηνή, η μάνα κρύβεται κάτω από το κάθισμα ενός αυτοκινήτου και κλαίει γοερά, την ώρα που η Ραϊμούντα τραγουδάει το κλασικό "Volver" (κρύβεται για να μην τη δει ή για να μην τη δει να κλαίει;).

Κάπου εκεί υποψιαζόμαστε πως η έννοια του φαντάσματος μπορεί να είναι και ένας μεταφορικός υπαινιγμός - ο Αλμοδόβαρ κρατάει τον υπερρεαλισμό σε φυσικά επίπεδα για να μη δώσει τις λάθος εντυπώσεις με γκραν γκινιόλ και μεταφυσικές παρεκτροπές. Με άλλα λόγια, μια νεκρή επιστρέφει μετά την κηδεία της αδελφής της και ανοίγει αποσκευές που έμεναν κλειδωμένες χρόνια, αναστατώνοντας την κόρη της.

Ιδιοφυώς τοποθετημένο στη μικρή κοινωνία της Λα Μάντσα, όπου η εμφάνιση ενός νεκρού φαντάζει φυσιολογικό φαινόμενο όταν οι πέριστάσεις το ευνοούν, το «Γύρνα Πίσω» αφήνει τη δυναμική του να εκτοξευθεί όταν οι γυναίκες συγκρούονται και  σπάνε. Εκεί βρίσκεται και η μαγεία του Αλμοδόβαρ. Αφού μας «παίζει» μεταξύ ενός καθημερινού ρεαλισμού και του κόσμου των πνευμάτων υπονομεύοντας το μελό με χειρουργικές ανατροπές, το χιούμορ αραιώνει και περνάει στην  τελική φάση, στα βάθη της ψυχής και των απωθημένων. Ο Αλμοδόβαρ δεν είναι Φρόιντ, ούτε φιλοδοξεί να κάνει ψυχολογικούς κατατεμαχισμούς. Παραμένει λατινομεσόγειος και εμπιστεύεται τον μαγικό ρεαλισμό ενός Μάρκες, νοθεύοντάς τον με την πολύχρωμη πανκ τρέλα του. Κάνει φοβερά πράγματα με το χρόνο και τη συμπεριφορά, δεν αφήνει κανένα χαρακτήρα σε χλωρό κλαρί.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μιλάει για τη μητέρα του και την προσκαλεί σε μια από τις ταινίες του. Πολύ περισσότερο εδώ παρά στο -υπερεκτιμημένο, μάλλον λόγω της σινεφιλίας του- «Όλα για τη Μητέρα Μου» διχοτομείται ανοιχτά ανάμεσα στη Ραϊμούντα και τη Σόλε, κρατάει το ρόλο της πρώτης, ρίχνει τις μάσκες και τη φιλάει σταυρωτά πριν την αποχαιρετήσει, μάλλον προσωρινά.

Δεν νομίζω πως είναι τυχαία η επιλογή της Κάρμεν Μάουρα σ' αυτή την ντελικάτη αποστολή. Μετά από 19 χρόνια καλλιτεχνικής διάστασης και φημολογούμενου καυγά, καλωσόρισε την παλιά του μούσα και αποφάσισε να τη δει με άλλο μάτι, ενδεχομένως στη συναισθηματική διάσταση που χρόνια γυρόφερνε και δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει. Είναι τόσο καλή η Μάουρα, τόσο απολογητική και θλιμμένη και αμήχανη -αλλά και πλήρης στοργής και αγάπης-, που περνάει σε δεύτερη μοίρα η καλύτερη δουλειά της Πενέλοπε Κρουθ μέχρι τώρα στο σινεμά (όταν μιλάει αγγλικά, αρχίζουν τα προβλήματά της).

Όλες οι ηθοποιοί της ταινίας βραβεύτηκαν ομαδικά στις Κάννες, ένας συμβιβασμός που τιμά έμμεσα τον Αλμοδόβαρ και εκθέτει άμεσα μία ακόμη επιτροπή που δεν έχει το θάρρος να του δώσει -επιτέλους!- έναν Χρυσό Φοίνικα. Δεν έχει καμία σημασία, αλλά το αναφέρω με δεδομένο ότι ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ επιλέγει να στέλνει τις ταινίες του στο διαγωνιστικό. Εκείνοι τον έχουν ανάγκη.