Το αντάρτικο ντοκιμαντέρ του Κέρμπι Ντικ μοιάζει δομικά με το Super Size Me του Μόργκαν Σπέρλοκ: τότε, ο δύστυχος κινηματογραφιστής θέλησε να εντρυφήσει στην ποιότητα της αλυσίδας ΜακΝτόναλντς και να τεστάρει τις επιπτώσεις της καθημερινής διατροφής στο πιο γνωστό ταχυφαγάδικο του κόσμου, θέτοντας την υγεία του σε κίνδυνο. Στο Αυτή η ταινία είναι ακατάλληλη, ο Ντικ προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει με την επιτροπή λογοκρισίας ταινιών στην Αμερική, μια εφεύρεση του τσοπανόσκυλου του αμερικανικού σινεμά Τζακ Βαλέντι, από το 1968. Η περίφημη MPAA, φόβος και τρόμος των ανεξάρτητων δημιουργών και δήμιος του ερωτισμού στο μεγάλο ρεύμα του αμερικανικού κινηματογράφου, δρα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, έχοντας, μετά από επιτυχημένο μαρκάρισμα του Βαλέντι στους υψηλά ιστάμενους φίλους του πολιτικούς, την ελευθερία να διαμορφώνει μια δική της ηθική πολιτική, καθώς επίσης να διαφυλάσσει μυστική την ταυτότητα των μελών της - ο μόνος δημόσιος οργανισμός μαζί με τη CIA που το έχει καταφέρει.

Ο Ντικ παίρνει συνεντεύξεις από ανθρώπους που χρημάτισαν στη γνωμοδοτική επιτροπή, κυρίως όμως από σκηνοθέτες που δοκίμασαν το πικρό ποτήρι του «αυστηρώς ακατάλληλο» για δικό τους φιλμ, το οποίο δεν είναι ούτε πιο βίαιο ούτε πιο επικίνδυνο από αντίστοιχα στουντιακά κατασκευάσματα, που μάλιστα απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο Κέβιν Σμιθ, ο Τζον Γουότερς, η Κίμπερλι Πιρς, ο Άτομ Εγκoγιάν, ο Ντάρεν Αρονόφσκι και ο Ματ Στόουν, μεταξύ άλλων, αναρωτιούνται τι εννοεί η επιτροπή όταν κρίνει με την πιο αυστηρή εμπορική της ποινή μια ταινία για το συνολικό σεξουαλικό της περιεχόμενο, και ποια είναι τα κριτήρια πίσω από την ομοιογένεια του μέσου γούστου. Εκτός από τη θεωρητική έρευνα, το τρικ του Ντικ είναι να προσλάβει μια ιδιωτική ντετέκτιβ με την κόρη της συντρόφου της και να εξιχνιάσει την ταυτότητα των μελών. Αποδεικνύεται πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά και τα τυπικά τους προσόντα δεν ταιριάζουν στις απαιτούμενες προδιαγραφές. Κι αν δεν πιάσεις από την ουρά μια τόσο μυστικοπαθή οργάνωση, από πού θα την πιάσεις; Στο τέλος, ο Ντικ υποβάλλει την ταινία που έκανε για τη λογοκρισία στην επιτροπή λογοκρισίας, και υποβάλλεται κι αυτός στο μικρό μαρτύριο της απόρριψης, της επιτίμησης, χωρίς φυσικά να του αναλύονται οι ακριβείς αιτίες για την οποιαδήποτε απόφαση.

Ενώ οι ταινίες που προέρχονται από τα στούντιο αντιμετωπίζονται πιο διεξοδικά, και δέχονται λεπτομερείς οδηγίες γύρω από τις σκηνές που ενδεχομένως χρειάζονται μικρό ή εκτεταμένο κόψιμο, έτσι ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν με άνεση και χωρίς άγχος ένα πιο ευνοϊκό χαρακτηρισμό, παρόμοια διαδικασία για τα μικρά και ανεξάρτητα ή ξενόγλωσσα φιλμ είναι απαγορευτική. Με λίγα λόγια, αν ο μέσος όρος ανοχής υποθέσουμε πως ανεβεί, αυτό θα συμβεί μέσω μιας ταινίας στην οποία έκανε παραγωγή η Paramount και όχι μια μικρή εταιρεία. Ο γυναικείος οργασμός της Τζέιν Φόντα στο Γυρισμόπέρασε ντούκου, ενώ μια ομοφυλοφιλική αναφορά, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από τολμηρές απεικονίσεις, σε μια ταινία του τάδε ή του δείνα με αγνώστους, καταδικάζεται συνοπτικά, χωρίς εξηγήσεις. Ο Σπέρλοκ κατάφερε να αποσπάσει κάτι από έναν κολοσσό: η μεγάλη συσκευασία του χάμπουργκερ με τις πατατάρες και το λίτρο της κόκα κόλα δεν προτείνεται πλέον σε φτηνή τιμή, σαν πειρασμός, σε υποψήφια θύματα παχυσαρκίας.

Μετά από την έξοδο του ντοκιμαντέρ του Ντικ, η Επιτροπή ανακοίνωσε πως θα προβεί σε αλλαγές στην πολιτική της και στο εξής θα επιτρέπεται σε σκηνοθέτες να κάνουν συγκρίσεις με την καταλληλότητα άλλων ταινιών (ενώ μέχρι τώρα, αν ένας κινηματογραφιστής έκανε έφεση για την ταινία του, ο κανονισμός του απαγόρευε να χρησιμοποιήσει παλιότερο παράδειγμα, δικαίωμα που εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε νομικό σύστημα). Επίσης αποφάσισε να δημοσιοποιεί τα δημογραφικά στοιχεία των μελών της, μετά το κατόρθωμα του Ντικ και της ντετέκτιβ να αποκαλύψουν τα πρόσωπα και των 30. Το αντίθετο επιχείρημα είναι σχετικά ορθό: αφού το σινεμά είναι μια έξοδος επιλογής, εναπόκειται στους γονείς να συνοδεύσουν τα παιδιά τους σε μια ταινία που είναι ακατάλληλη κάτω των 17 χωρίς συνοδό ή να δουν μια αυστηρώς ακατάλληλη, εφόσον είναι ενήλικοι. Τουλάχιστον στην Αμερική, η εφαρμοσμένη ανεξιθρησκεία -λόγω της πανσπερμίας των πεποιθήσεων- δεν επιτρέπει τις γελοίες διαδηλώσεις γραϊδίων με μαύρα για να μην παιχτεί O Τελευταίος Πειρασμός, ή ακόμη και ιντελεκτουέλ ακρότητας, όπως η στάση του εβραϊκής καταγωγής Μαρίν Καρμίτς, του Γάλλου παραγωγού που δεν πρόβαλε στα σινεμά που ελέγχει το Πάθος του Χριστού του Γκίμπσον, γιατί, λέει, δεν του άρεσε αισθητικά. Σημασία έχει να προβάλλονται όλα ελεύθερα, ακόμη κι αν το κοινό θα κάνει ένα κόπο παραπάνω να τα εντοπίσει, στην περίπτωση που έχουν φάει πόρτα από τις γειτονικές τους αίθουσες - ως γνωστόν, τα αυστηρώς ακατάλληλα δεν προβάλλονται από τα σινεπλέξ, γενικά και χωρίς εξαίρεση, λόγω δεδομένης περιορισμένης εμπορικής απήχησης.

Το Αυτή η ταινία είναι ακατάλληλη μιλάει για το αμερικανικό σύστημα λογοκρισίας και αναγκαστικά «τοπικίζει». Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, εντούτοις, όπου πίνακες κατεβάζονται σε εκθέσεις υψηλού προφίλ από αγανακτισμένους πολίτες με τη συνδρομή αντιδραστικών εισαγγελέων και αμήχανων υπουργών που φοβούνται το πολιτικό κόστος (και τις ψήφους της Εκκλησίας;), η ταινία αυτή θα έπρεπε να απασχολεί αυτούς που νομίζουν πως η λογοκρισία έχει καταργηθεί προ πολλού, ενώ στην πραγματικότητα αφορά στις παλινδρομικές κινήσεις του συντηρητισμού και στις δομές μιας απολίτιστης κοινωνίας. Η αμερικανική κοινωνία, χαώδης από τη ρίζα της, τουλάχιστον βάζει σαφείς νόμους για να επιβάλλει την τάξη και να προασπίσει τη δικτατορία του μέσου όρου, αλλά, όπως όλα, υπόκεινται κι αυτοί σε κριτική από δημιουργικά μυαλά, όπως αυτό του Ντικ.

Το κεντρικό νόημα της ταινίας δεν είναι για το αν τα παιδιά δεν μπορούν να δουν μια καλλιτεχνική τσόντα στα σινεμά -έχουν πρόσβαση, όπως τονίζει ο Τζον Γουότερς, σε όλες τις σεξουαλικές παραλλαγές που μπορεί να βάλει ο νους, από το διαδίκτυο- αλλά στην αδυναμία ενός σκηνοθέτη να φέρει το έργο του, με τη διαφορετικότητα και την πρωτοτυπία που κουβαλάει, σε ένα μεγάλο κοινό. Επειδή οι λογοκριτές δεν το καταλαβαίνουν, το εξοστρακίζουν στην ανωνυμία του. Η τέχνη πλήττεται. Τώρα, με το θάνατο του αλύγιστου Τζακ Βαλέντι, μάλλον θα αλλάξουν τα πράγματα.