Σε παλαιότερα χρόνια, τα παρεΐστικα αστεία που μπορούσαν να εξαχθούν από την παρακολούθηση μιας διάσημης ταινίας ή ενός είδους ταινιών έμεναν συνήθως στα στενά όρια μιας παρέας. Στην εποχή μας, τα αστεία ανεβαίνουν στα social media, μαζεύονται από όλες τις γωνιές του κόσμου και παρουσιάζονται σε ειδικές ιστοσελίδες, με αποτέλεσμα τον εξωπραγματικά μεγάλο αριθμό τους, που κάνει κάποιες φορές και λιγότερο διασκεδαστική την ανάγνωσή τους. Από τη στιγμή που οι ταινίες υπερηρώων της Marvel κυριάρχησαν στο Χόλιγουντ και αποτελούν σημείο αναφοράς για τόσο κόσμο σε όλο τον πλανήτη, η σάτιρα πάνω σε αυτές γέννησε αναρίθμητα τέτοια αστεία. Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο που τα αστεία αυτά γεννούν μια ολόκληρη ταινία με υπερήρωα, της ίδιας της Marvel μάλιστα, και με έναν ηρωικό πρωταγωνιστή που, μιλώντας ακατάπαυστα, προσπαθεί να μας τα πει όλα μέσα σε 108 λεπτά.

 

Οι δημιουργοί του Deadpool, λοιπόν, επένδυσαν στον μεταμοντερνισμό και το δείχνουν από τα πρώτα δευτερόλεπτα στους τίτλους αρχής, όπου, αντί ονομάτων, παρουσιάζονται στερεοτυπικοί χαρακτηρισμοί, ξεκινώντας έτσι έναν ασυνήθιστο διάλογο με το κοινό. Αυτόν συνεχίζει κυριολεκτικά ο Ράιαν Ρέινολντς, που κάνει κάτι σαν σχολιασμό του ρόλου του καθώς απευθύνεται στο κοινό σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, το κατευθύνει και το ενημερώνει για τη σάτιρα που κάνει, πετώντας στα σκουπίδια ένα από τα όπλα τα καλού κινηματογραφικού χιούμορ, τον υπαινιγμό. Ενίοτε είναι απολαυστικός, και προς τιμήν του, αυτοσαρκαστικός, αλλά η παντελής έλλειψη ορίου σε αυτό το είδος της αφήγησης θα είχε νόημα μόνο αν κατέληγε σε κάτι πραγματικά ριζοσπαστικό. Και εκεί είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα, πως στα δύσκολα το Deadpool είναι μια ταινία της Marvel, του αντικειμένου δηλαδή που σατιρίζει. Έχει τη φασαρία, τα CGI, τους διαλόγους και τους ήρωες μιας μάλλον ανέμπνευστης ταινίας της Marvel και αυτή η εμφανής αντίθεση στο περιεχόμενο αλλοιώνει τη, θεωρητικά τουλάχιστον, αναρχική δομή του φιλμ.