Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε στις αίθουσες η Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου, όπου μια κοπέλα μεγαλώνει στη φύση γνωρίζοντας ότι έχει αγαπητικό πατέρα, για να προσγειωθεί σε μια εφιαλτική πραγματικότητα, όταν μαθαίνει ότι ο τελευταίος αποτελεί μια κακοποιητική φιγούρα που έχει απαγάγει τη μητέρα της. Η αληθινά ενδιαφέρουσα ταινία βρισκόταν στη διερεύνηση αυτής της αντίφασης: εκεί που όλοι βλέπουν αδιανόητη κακοποίηση, για το παιδί ήταν η μόνη μορφή αγάπης που είχε γνωρίσει. Ο Νιλ Μπέρτζερ αξιοποίησε το σεναριακό εύρημα για να χτίσει απλώς ένα συνηθισμένο κινηματογραφικό θρίλερ «ελαφράς λογοτεχνίας». Όσο για την ταινία που θα μπορούσε να έχει γυρίσει, ευτυχώς υπάρχει και λέγεται Με τα μάτια της Νταλβά.

 

Η αφήγηση ξεκινά in medias res, με την αστυνομία να απομακρύνει τον πατέρα από την Νταλβά κι εκείνη να μεταφέρεται σε κέντρο φροντίδας ανηλίκων. Η ηλικία της μοιάζει αδιευκρίνιστη, η ίδια ισχυρίζεται επίμονα ότι «δεν είναι κορίτσι, είναι γυναίκα». Όπως μαθαίνουμε, είναι μόλις 12 χρονών. Ο πατέρας της επί χρόνια τη μεγάλωνε, ντύνοντάς την ως ενήλικη και κακοποιώντας τη σεξουαλικά. Με αφετηρία αυτό το εξαιρετικά δύσκολο θέμα, η Εμανουέλ Νικό αντιστρέφει τους όρους μιας ταινίας ενηλικίωσης.

 

Συνήθως στο σινεμά βλέπουμε ιστορίες για παιδιά τα οποία ενηλικιώνονται μέσα από δυσάρεστες εμπειρίες. Εδώ έχουμε ένα παιδί που ζούσε για χρόνια μια αδιάκοπη τραυματική εμπειρία, αναγκαζόμενο να συμπεριφερθεί ως ενήλικος και πλέον, με τη βοήθεια του νέου περιβάλλοντος, καλείται να ανακτήσει την παιδικότητά του, να ξαναγίνει παιδί. Η Νικό διαχειρίζεται υλικό πρόσφορο για προκλήσεις και φεστιβαλική προβοκάτσια με πραγματική ευαισθησία και τρυφερότητα, χωρίς ποτέ να στρογγυλεύει ή να ωραιοποιεί την κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι ένα αξιόλογο δείγμα ενσυναισθητικού σινεμά, το οποίο, πρακτικά, μπορείς να ψέξεις μόνο για τη χρήση του ανοιχτού φινάλε ως arthouse κλισέ, άνευ λοιπών σημειολογικών (επι)σημάνσεων.