Ο Ντάνι Μπόιλ ανακατεύει στο μπλέντερ ρομαντική κομεντί, very lo-fi επιστημονική φαντασία και τη μουσική των Beatles στο εξωφρενικό σενάριο του, ελέω Notting Hill και του 4 Γάμοι και μία κηδεία, αγίου Ρίτσαρντ Κέρτις, πάνω σε μια ιδέα του Τζακ Μπαρθ, που εν μέρει εμπνεύστηκε, χωρίς να το ομολογεί, από το τηλεοπτικό «Goodnight Sweetheart».

 

Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς το μεγαλύτερο συγκρότημα όλων των εποχών; Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε καμία ηχογράφησή τους, συνεπώς αν δεν είχε ακουστεί καμία από τις κολοσσιαίες τους επιτυχίες; Την ίδια στιγμή που ένας καλόκαρδος φουκαράς, ο Τζακ, που γρατζουνάει φιλότιμα την κιθάρα του σε φριχτές παμπ και είναι έτοιμος να τα παρατήσει οριστικά, προς μεγάλη απογοήτευση των φίλων του και ειδικά της μεγαλύτερης θαυμάστριάς του, της αφοσιωμένης από τα σχολικά τους χρόνια Έλι, χάνει τις αισθήσεις του από ένα ελαφρύ ατύχημα με το ποδήλατό του μια συμπαντική συγκυρία κόβει το ρεύμα για μερικά δευτερόλεπτα στον πλανήτη και από την επομένη μερικά γεγονότα απλώς έχουν σβηστεί από τη συλλογική μνήμη.

 

Ο ντροπαλός Τζακ Μαλίκ κουβαλάει ένα σύννεφο ενοχής στη μεγάλη του απόφαση, παρά το γεγονός ότι με την κλοπή του κάνει κι ένα μεγάλο καλό στην ανθρωπότητα, επαναφέροντας στο προσκήνιο κάτι που αξίζει πραγματικά, μέσα στον θόρυβο της μετριότητας ‒ μία από τις πολλές αλληγορίες της κομεντί.

 

Έκπληκτος από την τυχαία ανακάλυψη, ο Τζακ αποφασίζει λίγο αργότερα, μέσα στην απόγνωσή του, να εκμεταλλευτεί το καλλιτεχνικό κενό και να παρουσιάσει τα τραγούδια των Σκαθαριών ως δικά του, ξεκινώντας από το «Yesterday» ‒ δεν είναι τόσο εύκολο να θυμηθεί όλους τους στίχους του «Eleanor Rigby» ή να ανακαλέσει δύστροπες συγχορδίες και, γενικά, οτιδήποτε μπιτλικό που ακόμα κι ένας μουσικός θεωρεί δεδομένο και προσβάσιμο σε παρτιτούρες ή δίσκους.

 

Αντίστοιχα, η έκπληξη των γνωστών του αρχικά και των ακροατών στη συνέχεια είναι τεράστια: τα κομμάτια των Beatles στον 21ο αιώνα, παιγμένα ακουστικά ή ηλεκτρικά, αναδεικνύονται σε διαμάντια φρεσκάδας και ενορχηστρωμένα ή εκτελεσμένα ακόμα και από έναν τύπο που δεν έχει καθόλου τη στόφα του σταρ συναρπάζουν τα πλήθη παγκοσμίως.

 

Με την παρεμβολή του Εντ Σίραν, που παίζει τον ιδιαίτερο εαυτό του και μπορεί να υπερηφανεύεται πως ανακάλυψε πρώτος τον Τζακ, και ένα δελεαστικό συμβόλαιο από μια δαιμόνια μάνατζερ μεγα-δισκογραφικής εταιρείας (Κέιτ Μακίνον), ο Τζακ βρίσκεται στα πρόθυρα του να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Ακόμα χειρότερα, πρόκειται να πουλήσει τις αξίες των Beatles που φωλιάζουν στο DNA των κομψοτεχνημάτων, στη φιλοσοφία της μουσικής τους, που ναι μεν τους έδωσε ουρανομήκη δόξα και πακτωλό χρημάτων αλλά τους χώρισε πρόωρα, διαβρώνοντας τη φιλία και την αγάπη που τους γέννησε.

 

Το «Yesterday» δεν εμμένει στην τοξικότητα, προτιμώντας την ανάπτυξη ενός ανεκδότου με τρυφερότητα και συγκρατημένα αισιόδοξη τάση, αν και χωρίς τη μαγεία που θα περίμενε κανείς από τη μυθολογία μιας μπάντας του διαμετρήματος των Beatles. Περνώντας από στάδια εγγενή στη γραφή του Ρίτσαρντ Κέρτις και αυξομειωτικούς ρυθμούς χαρακτηριστικούς του Ντάνι Μπόιλ, αυτό το γεμάτο χάρη και νόημα «τι θα γινόταν αν...», που στα αγγλικά αποκαλείται «high concept», ηθελημένα αφαιρεί το high από το concept ακριβώς για να τιμήσει τους Beatles.

 

Το «Yesterday» δεν εμμένει στην τοξικότητα, προτιμώντας την ανάπτυξη ενός ανεκδότου με τρυφερότητα και συγκρατημένα αισιόδοξη τάση, αν και χωρίς τη μαγεία που θα περίμενε κανείς από τη μυθολογία μιας μπάντας του διαμετρήματος των Beatles.

 

Ο ντροπαλός Τζακ Μαλίκ κουβαλάει ένα σύννεφο ενοχής στη μεγάλη του απόφαση, παρά το γεγονός ότι με την κλοπή του κάνει κι ένα μεγάλο καλό στην ανθρωπότητα, επαναφέροντας στο προσκήνιο κάτι που αξίζει πραγματικά, μέσα στον θόρυβο της μετριότητας ‒ μία από τις πολλές αλληγορίες της κομεντί. Η μία του πλευρά, του πικραμένου τραγουδοποιού που περιμένει, όπως χιλιάδες άλλοι, να ανακαλυφθεί και, γιατί όχι, να αποθεωθεί, χοροπηδάει από χαρά, και η άλλη, η indie του ψυχή, διαισθάνεται πως, εκτός από την απάτη, το παραμύθι στραβώνει στο βάθος του ‒ και δεν είναι αστείο το σχόλιο «ε, δεν είναι και Coldplay» στο άκουσμα του «Yesterday»...

 

Στην πιο μελαγχολική σκηνή της ταινίας συναντά έναν Beatle και σε μια σταράτη, ανθρώπινη κουβέντα μακριά από τον στρόβιλο της show business αποκαλύπτεται η ψυχή του συγκροτήματος. Η συνείδηση του Τζακ ξυπνά και αμέσως διακρίνει την εκ των περιστάσεων πλαστογραφία, καταλαβαίνοντας τι οφείλει και όχι τι πρέπει να κάνει στη συνέχεια.

 

Στο μεταξύ, τα αειθαλή αριστουργήματα φανερώνονται σε δραματικά σημεία της ταινίας, πιστοποιώντας πως η επιλογή των μελών και των κληρονόμων να μην ξοδεύουν τη μουσική τους κληρονομιά δεξιά κι αριστερά, σε όποια ταινία ζητά ένα παραγέμισμα για να αναβαθμίσει το ηχητικό της χαλί ή σε συλλογές που σκοπό έχουν να αρμέξουν τις ρετρό διαθέσεις, παραμένει σοφή.