Πιστή διασκευή της ημιαυτοβιογραφικής νουβέλας της Πενέλοπι Φιτζέραλντ, το «Βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» μας μεταφέρει στην ανατολική Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του '50, όπου μια χήρα επιχειρεί να δώσει ζωή σε ένα παραμελημένο κτίριο και να το μετατρέψει σε βιβλιοπωλείο, προκαλώντας τη δυσφορία των περισσότερων κατοίκων και την ενόχληση μιας τοπικής αρχόντισσας, της κυρίας Γκάμαρτ ‒με το «art» να χάσκει ειρωνικά στην ουρά του ονόματός της‒, η οποία είχε σκοπό να θεμελιώσει ένα κέντρο τέχνης στον ίδιο χώρο.

 

Χωρίς τερτίπια ή πρωτοτυπία, η Καταλανή σκηνοθέτις Ιζαμπέλ Κοϊξέτ («The secret life of words») συνέρχεται από την προηγούμενη ταινία της, ένα νυσταλέο σαρδάμ υπερβατικότητας και ερωτισμού με τη Ζιλιέτ Μπινός και τη Ρίνκο Κικούτσι που είδαμε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, και δεν προδίδει κανένα από τα επίπεδα του κειμένου της Βρετανίδας συγγραφέως.

 

Σε πρώτο χρόνο, η Φλόρενς Γκριν παλεύει με αξιοπρέπεια να στήσει μια μικρή επιχείρηση και αντιμετωπίζει αρνητικές διαθέσεις σε ένα πέπλο συνωμοτικής ευγένειας που διακρίνει μεν, αλλά θεωρεί πως μπορεί να προσπεράσει με τη δική της ενάρετη πρόθεση ‒ σε πολλές ανταλλαγές διαλόγου με τους ντόπιους θαρρείς πως προσποιείται την καλή, ενώ έχει στον νου της να ανοίξει κάτι σαν παράνομη λέσχη.

 

Χωρίς τερτίπια ή πρωτοτυπία, η Καταλανή σκηνοθέτις Ιζαμπέλ Κοϊξέτ συνέρχεται από την προηγούμενη ταινία της

Ουσιαστική της σύμμαχος είναι ένα μικρό κορίτσι, ασυνήθιστα σοβαρό για την ηλικία του, ευγνώμον για την προσοχή και την αποσπασματική της ανατροφή σε ένα δημιουργικό περιβάλλον.

 

Το δεύτερο κομμάτι της ταινίας αφορά τη βραδυφλεγή δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Γκριν και έναν ερημίτη βιβλιοφάγο, τον κύριο Μπράντις, έξοχα ερμηνευμένο ως παρεξηγημένο μισάνθρωπο από τον τυπικά λιτό, σχεδόν ξερό, αλλά διόλου άνυδρο Μπιλ Νάι.

 

Ο Μπράντις έχει τη συνήθεια να καίει τα εξώφυλλα των βιβλίων που αντιπαθεί και όταν η Γκριν του συστήνει και του στέλνει το «Φαρενάιτ 451», εισάγοντάς τον στον δυστοπικό συμβολισμό του Ρέι Μπράντμπερι, ο ενθουσιασμός του είναι τέτοιος που αναστατώνεται εσωτερικά και θέλει να τη γνωρίσει, με έναν εύστοχα αφαιρετικό τρόπο.

 

Η λογοτεχνική διάσταση του μυθιστορήματος πραγματώνεται χωρίς περιττολογίες στο συναισθηματικό/νοητικό δέσιμο του Μπράντις με την Γκριν και η Κοϊξέτ μεταφέρει την αυταπόδεικτη άποψη της Φιτζέραλντ για τη χρησιμότητα της έννοιας του βιβλίου και της δημιουργικής ανάγνωσης. Πίσω όμως από τον αφηγηματικό ιστό της ταινίας υποβόσκει η σύγκρουση των τάξεων ανοιχτά των μεγάλων πόλεων στη μεταπολεμική Αγγλία.

 

Η λογοτεχνική διάσταση του μυθιστορήματος πραγματώνεται χωρίς περιττολογίες στο συναισθηματικό/νοητικό δέσιμο του Μπράντις με την Γκριν.

 

Διατηρώντας μια σειρά από νηφάλιους χειρισμούς στο συναίσθημα, η Κοϊξέτ γεφυρώνει νοερά τη σύγχρονη βρετανική ξενοφοβία με την εχθρική διάθεση απέναντι σε οποιονδήποτε παρείσακτο απειλεί να διαταράξει τη λίμνη της κυριαρχίας μιας φαύλης αριστοκρατίας, και μάλιστα σε υπο-παράρτημά της, προς τους απλούς κατοίκους μιας κωμόπολης, ανάγοντας την Ντάμαρτ σε μεγαλοτσιφλικά που μεταχειρίζεται τους πάντες ως υπαλλήλους/λακέδες.

 

Η αλήθεια είναι πως το πορτρέτο της Ντάμαρτ από την Πατρίσια Κλάρκσον δεν γίνεται εύκολα πιστευτό: συχνά μοιάζει με κακιά μάγισσα ενός παραμυθιού που αντέχει στον χρόνο. Η ματιά της Κοϊξέτ είναι σφαιρική, χωρίς να στέκεται σε ενδελεχείς λεπτομέρειες που ίσως απασχολούσαν κάποιον Βρετανό ή ακραιφνώς βρετανόφιλο σκηνοθέτη, αλλά πληρώνει το τίμημα του ελλειπτικότερου βλέμματος με μια υπερβολική γενίκευση που λειαίνει τις διαστάσεις και το βάθος.

 

Ωστόσο, έχει συλλάβει το νοσηρό κλίμα της άχρονης κάστας που μαστίζει τη συγκεκριμένη κοινωνία και έχει την πλήρη υποστήριξη της Έμιλι Μόρτιμερ ως θύματος που δεν κλαψουρίζει με το παραμικρό αλλά προχωρά λογικά και ζει με συγκρατημένο πάθος ένα υπέροχο, παροδικό όνειρο. Στην αφήγηση, η μεγάλη Τζούλι Κρίστι.