Δυο πρώην συμφοιτητές και νυν εραστές –η σχέση τους υπονοείται– αποφασίζουν να εξετάσουν την ηθική του φόνου στην πράξη, στραγγαλίζοντας έναν συμφοιτητή τους, αποθηκεύοντας το πτώμα του σε ένα μπαούλο στο σπίτι και καλώντας μια σειρά από ανθρώπους για βραδινό κοκτέιλ, ανάμεσά τους και τον καθηγητή τους, έναν οξυδερκή και ελαφρώς μισάνθρωπο διανοούμενο με τη μορφή του Τζέιμς Στιούαρτ.

 

Ο Χίτσκοκ είχε ξαναπαίξει με το εύρημα του περιορισμού της δράσης σε έναν χώρο στο Lifeboat, εδώ προσθέτει και την τεχνική του μονοπλάνου, με την ταινία να έχει γυριστεί με μια σειρά από πλάνα μακράς διάρκειας που μονταρίστηκαν έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ενός ενιαίου πλάνου από την αρχή ως το τέλος. Η πλανοθεσία πότε υπηρετεί το σασπένς και πότε το power play ανάμεσα στους συνομιλητές, ωστόσο το περιεχόμενο είναι εκείνο που τοποθετεί τη Θηλιά ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές του Βρετανού σκηνοθέτη.

 

Έχοντας κατηγορηθεί συχνά για την ανάδειξη του φόνου σε τέχνη και για την πιθανότητα τα έργα του να παρακινούν θεατές στο έγκλημα, εδώ ο Χίτσκοκ καθιστά σαφή τον διαχωρισμό μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας στην ακαδημαϊκή συζήτηση και στην έμπρακτη εφαρμογή της. Η τεχνική του μονοπλάνου και η εξέλιξη της δράσης σε πραγματικό χρόνο συστήνουν το στοιχείο της πραγματικότητας σε μια τεχνητή ιστορία σασπένς και εκπροσωπούν την πραγματικότητα που συγκρούεται με τη φαντασία. Μια σύγκρουση που λύεται στα συγκλονιστικά τελευταία λεπτά, όταν ο χαρακτήρας του Τζέιμς Στιούαρτ ανοίγει ένα παράθυρο στον έξω κόσμο. Εκεί, σε αντίθεση με το σινεμά, ένας πυροβολισμός και, κατ’ επέκταση, ένας φόνος δεν είναι ποτέ μικρό πράγμα, έχει συνέπειες.

 

Ο ίδιος ο Χίτσκοκ θεωρούσε την ταινία του αποτυχημένο πείραμα, άποψη που συμμερίζεται σεβαστή μερίδα της κριτικής εδώ και δεκαετίες. Έχουν άδικο.