Το Mickey 17 βρίσκεται στα σκαριά εδώ και χρόνια, η πρεμιέρα του ακριβώς πριν από έναν χρόνο αναβλήθηκε για πολλούς λόγους, η προσμονή μετά τα Παράσιτα εύλογα ήταν μεγάλη και η επιστροφή του Μπονγκ Τζουν Χο είναι χορταστική, κωμική, διαστημική, αλλά όχι καθαρά sci-fi, σκωπτική, ενίοτε ακραία, εννοείται τεχνικά και δομικά ενδελεχής, αλλά και οικουμενική και ανθρώπινη, με την ευδιάκριτη υπογραφή του Κορεάτη master που εδώ δεν κουμπώνει στο κοινό που ίσως περιμένει κάτι παρόμοιο με το πολυ-οσκαρικό του αριστούργημα, παραπέμποντας, εκτός από τον συνήθη προλετάριο που παλεύει σε αντίξοες συνθήκες, περισσότερο σε παλαιότερα θέματά του: το εχθρικό, παγωμένο περιβάλλον, alien απειλή, παράλογοι εξουσιαστές.

 

Ο ήρωας δεν έχει ζωή, κυριολεκτικά! Ο Μίκι έκανε το πρώτο λάθος όταν έπεσε σε εκδικητικά χέρια για να τιμωρηθεί για την παρανομία του, και το δεύτερο όταν υπέγραψε να συμμετάσχει σε ένα εθελοντικό πρόγραμμα που, ούτε λίγο ούτε πoλύ, τον έφερε στη θέση του αναλώσιμου πειραματόζωου για λογαριασμό ενός αποτυχημένου φανφαρόνου πολιτικού και της μεγαλοπιασμένης συζύγου του, σε μια διαστημική αποστολή εποίκισης μακρινού πλανήτη. Το ταξίδι είναι μεγάλο, κι ενώ ο ευκολόπιστος, καλοπροαίρετος, άδειος από αυτοπεποίθηση, λίγο βλάκας, ψηλός και άχαρος επιβάτης είναι ο πιο σκληρά εργαζόμενος όλων, αφού πεθαίνει και ανασταίνεται σαν φωτοαντίγραφο κομπλέ από μνήμη και λειτουργίες, μια δυναμική γυναίκα (Ναόμι Άκι) τον επιθυμεί και εύκολα τον κατακτά. Από σαδιστική αμέλεια ο Μίκι Νο17, τελικά, δεν βρίσκει το προδιαγεγραμμένο κακό που διαφαίνεται σε μια παγωμένη σπηλιά· τα τερατόμορφα ζώα τον σώζουν, οδηγώντας τον στην άκατο, αν και πλέον ο υπ’ αριθμόν 18, ένα καρμπόν τσαντισμένο και μοχθηρότερο, έχει πάρει τη θέση του στο κρεβάτι της αγαπημένης του και τον χώρο στο σκάφος επισήμως. Οι «πολλαπλοί» απαγορεύονται διά νόμου και με κάποιον τρόπο πρέπει να επικρατήσει ο δυνατότερος ή ο πιο τυχερός σε ένα μπέρδεμα που συνδυάζει αρχομανείς και σκλάβους (το αιώνιο ταξικό ζήτημα στη φιλμογραφία του Μπονγκ Τζουν Χο), προδοσία και αλληλεγγύη, χαφιέδες, κόλακες και αδέσμευτα πνεύματα, χιούμορ και υπερβολή, επίθεση και λύτρωση, όχι χωρίς απώλειες φυσικά.

 

Ο Πάτινσον παίζει τον Μίκι 17 με την άβολη τρέλα ενός Τζιμ Κάρεϊ παγιδευμένου στις εκφράσεις Ασιάτη κωμικού, ένα μείγμα καλοήθους αμέλειας και αφοπλιστικής αφέλειας, και με την αυταπάρνηση ενός χαμένου κορμιού που δεν ξέρει καν αν διαθέτει ψυχή, ώσπου ο «άλλος του εαυτός» και η απρόσκλητη αγάπη θα γίνουν καταλύτες δραματικοί και παραβολικοί. Αντίθετα, ο 18 είναι μια διαφορετική υπόθεση που γλιστράει ανάμεσα στις ρωγμές μια πλούσιας σάτιρας με πολύ σοβαρές προθέσεις και, κατά την προσφιλή συνήθεια του Κορεάτη σκηνοθέτη, σε πολλαπλές κινηματογραφικές εφαρμογές. Ο βασικός κορμός του στόρι, δηλαδή η σισύφεια προσπάθεια επιβίωσης ενός χαμηλόβαθμου, ασήμαντου στρατιώτη στην υπηρεσία ενός παράλογα φονικού μικροκαθεστώτος (αμέσως μετά τον γελοίο σύζυγο στο Poor Things του Λάνθιμου, ο Μαρκ Ράφαλο γίνεται ένας ακόμη κακοποιητικός υποκριτής, τραμπική καρικατούρα στoν χαιρέκακα παιχνιδιάρικο φακό του Μπονγκ) συναντά μια πολύπλευρη πλοκή καθώς και ειρωνείες: επιβίωση ενός εθελοντή μελλοθάνατου; Ο τρόπος που φτάνει ένας από τους Μίκι να συναισθανθεί την ανάγκη για μια ταυτότητα στο πλήθος και στα ζόρια είναι μια γλυκόπικρη ωδή στην ελπίδα έναντι της ισοπεδωτικής άγνοιας και ταυτόχρονα, ως άλλο διαπλανητικό Snowpiercer, το fun ride ενός κινηματογραφιστή που μας είχε λείψει.