Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Σαν Φρανσίσκο το 1951 για την πρεμιέρα του «Strangers on a train» και, όπως έλεγε η κόρη του, βρήκε την πόλη την πιο κοσμοπολίτικη της Αμερικής, ιδανικό σκηνικό για έγκλημα – άλλωστε ήταν πάντα μέσα στα πλάνα του να χρησιμοποιήσει ένα οικείο ντεκόρ, όπως η εντυπωσιακή, φωτογενέστατη εναέρια γέφυρα της Χρυσής Πύλης πάνω από το θαλάσσιο πέρασμα, για να εφαρμόσει μια απροσδόκητη ανατροπή στην πλοκή.

 

Η διαφορά μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των ταινιών του και του «Δεσμώτη του ιλίγγου» είναι πως για τη μεταφορά του «D’entre les morts» των Μπουαλό και Ναρσεζάκ (ο Τριφό ισχυριζόταν πως το έγραψαν το 1954 με τον Χίτσκοκ στον νου τους, όταν εκείνος δεν κατάφερε να εξασφαλίσει έγκαιρα τα δικαιώματα του δικού τους «Celle qui n’etait plus» έναντι του Ανρί Ζορζ Κλουζό που τον είχε προλάβει κατά δύο χρόνια) χρειάστηκε για πρώτη φορά να εμβαθύνει στο αληθινό, σπαρακτικό συναίσθημα του κεντρικού χαρακτήρα: ο ντετέκτιβ Σκότι (Στιούαρτ) είναι αθεράπευτα ερωτευμένος, στο χείλος της συντριβής, αναπάντεχα χαμένος για τα στάνταρ και τη λογική του, αποφασισμένος να κυνηγήσει τη μοναδική σανίδα σωτηρίας της αινιγματικής και θρυμματισμένης, πίσω από τον δραστήριο χαρακτήρα που άνετα επιδεικνύει, ψυχής του, και όχι να παίξει με την ιδέα του φλερτ και την έντεχνα καλυμμένη ανασφάλεια της απάτης, όπως οι περισσότεροι άνδρες στη φιλμογραφία του Βρετανού σκηνοθέτη.

 

Γι’ αυτό και το «Vertigo» παραμένει, τόσα χρόνια μετά τη χλιαρή ανταπόκριση που ακολούθησε την πρεμιέρα και τη δοξασμένη αποκατάσταση της Universal που ξόδεψε ένα εκατομμύριο δολάρια για να συνεφέρει το χαλασμένο αρνητικό, το ωραιότερο έργο για την ερωτική ψύχωση ή, αν προτιμάτε, την ανθρώπινη εμμονή. Ο ντροπαλός ρομαντισμός του Χίτσκοκ συναντάει τον πονηρό φετιχισμό του σε ένα συναρπαστικό έργο, «αγνό» στο μέτρο που οι εικόνες, όπως πάντα επιδίωκε, μιλούν πιο εύγλωττα από τον διάλογο, και ο Στιούαρτ, ένας ηθοποιός καταδικασμένος να προκαλεί τη συμπάθεια του θεατή, καταλαβαίνει απολύτως σε ποια ταινία παίζει και οδηγεί τον φιλήσυχο, ακροφοβικό αστυνομικό σε ένα ελεγχόμενο παραλήρημα αυταπάρνησης και πόθου μπροστά στη διττή οπτασία της μυθιστορηματικής Μαντλέν και της Σειρήνας Τζούντι.

 

Από την υπνωτική αφίσα που σχεδίασε ο Σολ Μπας (ίσως την καλύτερη στην ιστορία του σινεμά) και την μπάσα φωνή της δωρικής Νόβακ, η οποία αντικατέστησε επάξια την έγκυο Βίρα Μάιλς, πρώτη επιλογή του Χιτς, μέχρι την ανήσυχη συμφωνία πνευστών και εγχόρδων που συνέθεσε ο Μπέρναρντ Χέρμαν, κάθε μικρός διάλογος ή μεγάλη τρικυμία της ταινίας (η βουτιά δίπλα στο αξιοθέατο πλέον Fort Point της Golden Gate Bridge, η πτώση από το καμπαναριό του San Juan Bautista) είναι μια αξέχαστη εναλλαγή καθημερινού με μπαρόκ, Americana με ευρωπαϊκή παράδοση στην τέχνη, ένα σπιράλ που μπήγει κλιμακωτά στην καρδιά του διαχρονικού love story ο έξοχα προετοιμασμένος δημιουργός του.

 

Χορταστικός, χαζευτικός, σπουδαίος, αυτός ο Ορφέας της σύγχρονης εποχής δεν έχει ξεπεραστεί. Μεγάλο σινεμά αγνών αισθημάτων, άδηλης λαγνείας και τεχνικής μαεστρίας που προσπερνά την ψυχαναλυτική μόδα και τα έγχρωμα νουάρ της ύστερης περιόδου τους, για να γίνει ένα σπάνια προσωπικό φιλμ στην αυλαία της χρυσής εποχής του συστήματος των studio, κάτι που ενδεχομένως εξηγεί την αμηχανία προώθησης και υποδοχής και την παντελή απουσία του από τα Όσκαρ και τα λοιπά βραβεία της σεζόν, όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες.