Είναι πολύ λεπτό το νήμα που πρέπει να ισορροπήσεις, όταν απ' τη μια μεριά του κονταριού σου έχεις να κρεμάσεις όλα αυτά που μπορείς να κάνεις με απεριόριστο budget και απ' την άλλη μόνο αυτά που μπορεί να αντέξει η ταινία σου (και το κοινό της). Λίγο να μη συγκρατήσεις το ζήλο και τον ενθουσιασμό σου, και πριν το καταλάβεις έχεις αρχίσει τη μνημειώδη βουτιά του King Kong του Peter Jackson στην υπερβολή· και μετά, όσες κωλοτούμπες και να κάνεις στον αέρα, στο τέλος στον ίδιο βυθό θα καταλήξεις. Τέσσερα χρόνια πριν, με το franchise στα πρώτα του βήματα, οι δημιουργοί πήραν ένα διόλου αμελητέο ρίσκο, κι έχοντας φέρει σε μια τεράστια εμπορική ταινία έναν εντελώς αντισυμβατικό πρωταγωνιστή είδαν τον Johnny Depp, σχεδόν σολάροντας, να τους στήνει έναν εικονικό, απίστευτα εξαργυρώσιμο χαρακτήρα, να φτάνει την ταινία τους ώς τα Όσκαρ, και ακολούθως να δικαιολογεί όποια ελπίδα είχαν για όσα sequels άντεχαν. Στη δεύτερη ταινία όμως, όταν ξαμόλυσαν τον Depp να μασήσει σκηνικά, ψηφιακά και μη, κατάλαβαν ότι ο συνδυασμός περιπέτειας και φαντασίας με screwball αυθάδεια κι αυθαιρεσία δουλεύει σωστά μόνο όταν ξέρεις πότε να τον μαζέψεις, για να μη μετατρέψει το σύμπαν σου σε τσίρκο. Για να μην μπερδευόμαστε βέβαια, για τις όποιες αδυναμίες της δεύτερης ταινίας δεν έφταιγε ούτε ο Depp ούτε οι κομπιουτεράδες των εφέ, αλλά αυτοί που νόμισαν ότι επάνω τους μπορούν να στήσουν ολόκληρο διομισάωρο με σχηματικά υποστηλώματα.

Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, οι τρίτοι Πειρατές της Καραϊβικής θυμίζουν ότι αυτού του επιπέδου τα blockbusters είναι τεράστια μόνο όταν τα μεταχειρίζεσαι ως τέτοια. Για αρχή, όταν ο τεράστιος πρωταγωνιστής σου έχει ένα τεράστιο αντίβαρο να τον συγκρατεί, όπως το alter ego του Sparrow, ο Captain Barbossa - τον οποίο ενσαρκώνει ξανά ο Geoffrey Rush κονταροχτυπώντας ανελέητα στην ερμηνεία τον Depp. Στη συνέχεια, όταν οι τεράστιοι ήρωές σου έχουν έναν τεράστιο αντίπαλο όπως ο Davey Jones, που από εγκληματικά καρικατουρίστικος στη δεύτερη ταινία γίνεται τώρα ένας ολότελα μεφιστοφελικός χαρακτήρας, πλήρης με την ανθρώπινη ρωγμή στην υπερφυσική (διάβαζε ψηφιακή) πανοπλία του. Και τέλος, όταν η αναπόφευκτα τεράστια τελική αναμέτρησή τους είναι απόρροια μιας τεράστιας γενικότερης αναστάτωσης, που ψάχνει την τεράστια εκτόνωσή της. Θέλω να πω, όταν ένας ψυχοπαθής μαχαιροβγάλτης, ένας ημίτρελος παρτάκιας μεθύστακας κι ένας άνθρωπος-χταπόδι μάχονται μέχρι τελικής πτώσης, ε, το λιγότερο που πρέπει να διακινδυνεύεται είναι το μέλλον του ελεύθερου κόσμου όπως τον ξέρουμε. Ή όπως τον ξέρουν τέλος πάντων.

Και εντάξει, διάφορα πράγματα μπορεί να μη δουλεύουν απόλυτα σωστά -η μια ντουζίνα υποπλοκές για παράδειγμα-, μπορεί να μην κλειδώνουν τέλεια όταν τελειώνουν, ή αρκετοί απ' τους δευτερότριτους χαρακτήρες να μη δικαιολογούν το χρόνο τους στην οθόνη (ή ακόμα και το λόγο ύπαρξής τους), αλλά όλα είναι εκεί, γιατί πρέπει να είναι εκεί. Για να συμπληρώσουν τη γύρω εικόνα, που θα δώσει τη σωστή κλίμακα στην κεντρική, θα ανεβάσει τους βασικούς ήρωες στο ανθολογιακό τους βάθρο και θα κλείσει την τριλογία με το πανηγύρι που της αρμόζει, υπογραμμίζοντας την αξία της ίσως όχι ως μιας απ' τις πιο πλούσιες και θρεπτικές, αλλά τουλάχιστον απ' τις πιο αυτάρκεις και διασκεδαστικές του Hollywood. Αν και τα ενδεχόμενα συνέχειας παραμένουν βέβαια ανοιχτά (ο πίθηκος επέζησε).