Ανέκαθεν έτρεφα σεβασμό και μια ανομολόγητη ψυχρότητα για τον Μάικλ Μαν και το σινεμά του. Μην παρεξηγηθώ. Το Insider και το Collateral είναι εξαιρετικές ταινίες και φυσικά υπάρχουν σπουδαίες σκηνές στην Ένταση και τον Τελευταίο των Μοϊκανών. Οι παύσεις ωστόσο των ανδρών που κουβαλάνε τα κρίματά τους σε όλες του τις ταινίες γίνονται με έναν επικολυρικό καημό, υπερβολικό και περισπούδαστο. Νταλκάς, σκέψεις, νικοτινιασμένα διλήμματα, βαριά και αγέλαστα προβλήματα που οδηγούνται σε ένα σκηνοθετικό κρεσέντο χωρίς τελειωμό. Το στιλ του Μαν –όνομα και πράμα, μιας και ψυχογραφεί το αμερικάνικο αρσενικό εδώ και χρόνια– ευδοκιμεί με ναρκισιστική επιδειξιμανία, που υπερκαλύπτει τις όποιες αρετές της κάθε ιστορίας του. Λες και τα σενάριά του πυροδοτούν απλώς και μόνο την επιδεξιότητά του για ένα θανατερό σπιράλ προς την κάθαρση, όποιο και να είναι το περιεχόμενο.

Εκεί που δεν το συζητώ καν, σε επίπεδο προσωπικής αντιπάθειας, είναι το τηλεοπτικό του Miami Vice, το κιτς πόνημα με τις σοβαροφανείς καρικατούρες, την παρδαλή χρωματική παλέτα που καθρέφτιζε τις 80’s τραβηγμένες περιπέτειες και τη ριγκανική οπλο-ιδεολογία. Σύμφωνοι, το Μαϊάμι είναι κιτς και κραυγαλέο, και οι δύο μυστικοί αστυνομικοί του –ο Ρικάρντο και ο Σόνι– είναι γνήσια μπατσάκια ενός επαρχιώτικου κοσμοπολιτισμού, το χαβαλετζίδικο αντεστραμμένο είδωλο των κακών που μπαγλαρώνουν.

Για αρχή, ευτυχώς για μένα και όσους μοιράζονται την ίδια γνώμη για τους τηλεοπτικούς Σκληρούς του Μαϊάμι, η ταινία που γύρισε 20 χρόνια αργότερα ο δημιουργός της Μάικλ Μαν μόνο κατ’ όνομα έχει σχέση με τα παλιά. Θέλοντας να πάρει απόσταση από τον εαυτό του και από τις τρέχουσες συνήθειες των σινεμεταφορών διάσημων σίριαλ, δεν χρησιμοποίησε καν τους Ντον Τζόνσον και Φίλιπ Μάικλ Τόμας σε περάσματα-σουβενίρ. Ακόμη και οι εντυπωσιακές σκηνές περιπέτειας με τα μυτερά ταχύπλοα περιορίστηκαν σε χρήσιμα ιντερλούδια.

Ο Ρίκο και ο Σόνι στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, ή μάλλον συμμορφώνονται με το βάθος της μυστικής τους ταυτότητας. Πολλοί θα αναρωτηθούν για ποιο λόγο δεν είναι διαυγείς χαρακτήρες. Η –παραπλήσια– αρχική δική μου απορία ήταν γιατί κάποιος, εν έτει 2006 και με τα σύγχρονα τεχνολογικά δεδομένα, δεν μπορεί να ξεσκεπάσει δύο μυστικούς πράκτορες οι οποίοι δρουν μέσα στους κόλπους του υποκόσμου με διάφορα ονόματα. Υπάρχει απάντηση. Μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας σε αυτά τα πόστα και άπειρες αλλαγές ταυτοτήτων, τα σημεία αναφοράς τους έχουν πατικωθεί σε οποιοδήποτε αρχείο και αν ελεγχθούν. Τόσο ασαφή είναι πλέον τα ίχνη τους, που και οι ίδιοι βρίσκονται σε αμηχανία για τις πραγματικές τους προθέσεις, τις πραγματικές τους επιθυμίες, τον σκοπό τους στις ώρες που δεν δουλεύουν και πρέπει να μην υποδυθούν τα τσιράκια των εμπόρων και τα μεγαλοβαποράκια.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, ο Μάικλ Μαν πέφτει διάνα στο στιλ της ακίνητης έντασης που επιζητεί από τα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών του. Ο Ταμπς είναι πιο κατασταλαγμένος αλλά δοκιμάζεται όταν θέτει σε σοβαρότατο κίνδυνο την αγαπημένη του – η σκηνή της διάσωσης από το σημείο που την έχουν απαγάγει είναι τόσο κρουστή, που νομίζεις πως σε έχουν φιμώσει χειροπόδαρα στο κάθισμά σου. Ο Σόνι, πιο αδέσμευτος και τυχοδιώκτης, ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα. Η Κουβανοκινέζα Ιζαμπέλα τα έχει με έναν εγκληματία, τρομακτικά και αυθεντικά ψύχραιμο, αλλά δεν κωλώνει πουθενά. Η Γκογκ Λι που την υποδύεται διαθέτει ένα μοναδικό ατού. Δεν μιλάει αγγλικά και, μαθαίνοντας παπαγαλία τον ρόλο της, αποδίδει τα συναισθήματα πρωτίστως, την απελπισία που γεννάει ο υπολογισμένος χρόνος, τη ματαιότητα της καψούρας για σε δύο αντίπαλους που παλεύουν στα όρια της παρανομίας, την ανατροπή στα ένστικτα επιβίωσής της – με κοινό τόπο τη ρυθμική Κούβα. Το ατού της καρποφορεί μαγικά, και το ταξίδι του Σόνι με την Ιζαμπέλα στην Αβάνα στάζει σεξ και αμίλητες υποσχέσεις.

Όλο το ταξίδι προς την τελική σύγκρουση, που μοιάζει με λάτιν γουέστερν, ενώνεται με την καταπληκτική χρήση του ψηφιακού βίντεο. Τα ζεστά χρώματα που πρωτοείδαμε στο Collateral τελειοποιούνται, ποτίζουν υγρασία και δίνουν την οριστική απάντηση για το πώς θα ήταν ο ιδανικός κινούμενος πίνακας του Μαϊάμι: ακριβώς αντίθετος από το ψεύτικο φλασάρισμα με τα καφεκίτρινα φίλτρα στα δύο Bad Boysπου σκηνοθέτησε ο εξοργιστικός Μάικλ Μπέι.

Ιδρώτας και ανασφάλεια, τεντωμένο σχοινί στις σχέσεις και την ψυχοσύνθεση των εμπλεκομένων, ακρίβεια από τον Μάικλ Μαν ο οποίος, όποτε βλέπει όπλα, αρπάζει την κάμερα σφιχτά και θυμάται πως απευθύνεται σε θεατές που μάλλον δεν έχουν πολεμήσει ποτέ τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αντέχουν το παραμύθι που τόσα χρόνια βλέπουν. Η δική του ιστορία δεν σταματά εδώ – όχι για να μας προθερμάνει για τη συνέχεια, αλλά γιατί δεν υπάρχει τέλος σε ανθρώπους εθισμένους σε μακρούς αποχαιρετισμούς.