Παράξενη, επίμονη δραματική κομεντί με πλάγιο χιούμορ, δυο ταχύτητες και μια μυστική παραβολή, που απαιτεί υπομονή από το θεατή, ζητώντας του να αποθησαυρίσει τον ορισμό της σχέσης πατέρα και κόρης, μέσα από τη μακρόχρονη απουσία και την ανταλλαγή ευδιάκριτων κοινωνικών και οικογενειακών ρόλων.

Όλη η ουσία της αφηγηματικής πλευράς του έργου βρίσκεται στην αντιστροφή της γονεϊκής σχέσης: Η κόρη δουλεύει σε φαστφουντάδικο και κρατάει το σπιτικό, μέχρι που ο πατέρας της βγαίνει από την ψυχιατρική κλινική μετά από σύντομη νοσηλεία. Τον νταντεύει και τον επαναφέρει στην τάξη. Η συνείδηση της καθημερινότητας και της ρουτίνας που έχει αναπτύξει πρόωρα το κορίτσι αντικαθιστούν τη χύμα θεώρηση της ζωής ενός μοντέρνου Δον Κιχώτη, που όμως δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού ρομαντικού ήρωα. Ο Τσάρλι είναι φαινομενικά ένας λειψός πατέρας, ανίκανος να βρει μια δουλειά, να συντηρήσει την κόρη του και διατηρήσει έναν ισορροπημένο στόχο. Μουσικός της τζαζ, που έχει ωστόσο εγκαταλείψει την ενασχόλησή του με τη μουσική, καταστρώνει ουτοπικά σχέδια που ξεφουσκώνουν ή αποτυγχάνουν παταγωδώς. Η Μιράντα δεν τον πιστεύει, αλλά τον αγαπάει χωρίς να μπορεί να του το δείξει. Η εμμονική και ανεύθυνη συμπεριφορά του την αποκαρδιώνει πλήρως. Τελευταία του τρέλα είναι η αναζήτηση ενός μεγάλου ισπανικού θησαυρού. Ο Τσάρλι κάνει λεπτομερή έρευνα, παίρνει τα σύνεργα και ετοιμάζεται να σκάψει παράνομα ένα πολυκατάστημα γιατί πιστεύει ακράδαντα πως θα βρει έναν ποταμό στα έγκατα της κατασκευής.

Αν και στην αρχή η σχέση και το χιούμορ μοιάζουν τεχνητά off beat, σαν τζαζ παρτιτούρα που δεν αποκαλύπτει τις αρετές της, στη συνέχεια, μέσα από φλασμπάκ, η τρυφερότητα του πατέρα προς τη μικρή κόρη φανερώνει τη δεδομένη και αβίαστη αγάπη του, το νοιάξιμο ενός γονιού που δεν διαφημίζει τις πράξεις του. Από κάποια στιγμή κι έπειτα, ο Τσάρλι ακολούθησε την κλίση του και ήταν θέμα χρόνου να καταλάβει η Μιράντα τι είδους άνθρωπος την ανέθρεψε.

Αν και δεν δηλώνεται πουθενά στην ταινία, η υπερβατική διάσταση του Τσάρλι (που ερμηνεύει την αφασική του μεθοδολογία) αναφέρεται στο βίο του Συμεών του σαλού, ενός αγίου με συμπεριφορά που προκαλούσε τον κοσμικό σκανδαλισμό. Η διαφορά του Συμεών, όπως και του Ανδρέα, από τους ανθρώπους με προβλήματα στη διανοητική τους κατάσταση, είναι πως η ζωή τους ήταν γεμάτη με φιλοσοφικές διδασκαλίες και παράδοξες θαυματουργίες. Έτσι και ο Τσάρλι απορεί για το βιασμό της φύσης που γνώρισε, της κοινότητας στην οποία ρίζωσε και ως άγιος τρελός -σαλεμένος κατά τον κοινό νου- ξενίζει και προκαλεί θυμηδία στην καλύτερη περίπτωση. Η χίμαιρα που κυνηγάει δεν είναι ένα τέρας με κολλητική αρρώστια αλλά ένα χρυσό φως που προκαλεί γαλήνη και φέρνει τη συμφιλίωση σε ένα ανήσυχο πνεύμα. Είμαι σίγουρος πως ο Κάχιλ είχε αυτό στο μυαλό του όταν σκέτσαρε τον Τσάρλι του.