Ο Βιρτουόζος είναι μια υπολογισμένη, συμμετρική, φιλόδοξη και ημιτελής ταινία για την επαγγελματική αυτοεξορία και τη δύναμη της συγκυρίας, με σαγρέ ερμηνεία από τον ευυπόληπτο κύριο Ρόμπερτ Ντάουνι.

Το σινεμά δεν είναι μαθηματικά, άρα, αν έχεις καταφέρει ως σκηνοθέτης να ολοκληρώσεις τον ένα από τους δυο χαρακτήρες που κουβαλάνε μια ταινία δεν σημαίνει πως έχεις τουλάχιστον πιάσει τη βάση. Στην περίπτωση του Βιρτουόζου, ο δημοσιογράφος και ο μουσικός (λειτουργήματα υπό αμφισβήτηση) συναντιούνται σε ένα ωραίο πάρκο του Λος Άντζελες από το άγγιγμα της τύχης. Ο Στιβ Λόπεζ είναι βραβευμένος αρθρογράφος, ένα από τα δυνατά όπλα της εφημερίδας όπου δουλεύει, με αιχμηρά σχόλια που καλύπτουν ευρύ κοινωνικό φάσμα και διαφορετικά stories. Ανήκει στην παλιά σχολή, είναι τραχύς, χωρισμένος από την αρχισυντάκτρια σύζυγό του, αποξενωμένος από τον γιο του, απόμακρος με τους γείτονες, κυνικός όπως ορίζει το ύφασμα της δουλειάς του, βυθισμένος στις σκέψεις του και μονίμως προβληματισμένος για το επόμενο αξιόλογο θέμα του. Το βρίσκει, ή μάλλον το ακούει σαν μάννα εξ ουρανού, και μετά από ενστικτώδη επιμονή, στο παράξενο, καταπονημένο αλλά τρυφερό πρόσωπο ενός ζητιάνου μουζικάντη, που ξύνει ευαίσθητα τις λιγοστές χορδές ενός βιολιού σε ένα πάρκο του Λος Άντζελες.

Ο Ναθάνιελ Έιρς παραμιλάει στον δικό του ρυθμό, είναι άστεγος αλλά όχι τυχαίος. Μετά από έρευνα και μια επιτόπια συνέντευξη, αποκαλύπτεται πως είναι ένας πρώην σολίστας του βιολοντσέλου, που εγκατέλειψε απότομα τις πολλά υποσχόμενες σπουδές του στη Σχολή Τζούλιαρντ, ένα γνήσιο ταλέντο που μεγάλωσε κάτω από σκληρές συνθήκες και κοινώς του έστριψε, όπως βλέπουμε μέσα από πολυάριθμες σκηνές αναδρομής στο παρελθόν του. Η ενασχόλησή του με την κλασική μουσική ήταν μια εμμονή που τον τσάκισε ψυχολογικά και, μη αντέχοντας τις εκκωφαντικές φωνές στο κεφάλι του, εγκατέλειψε το πατρικό του και πήρε τους δρόμους, αρνούμενος να κλειστεί στους τοίχους ενός διαμερίσματος ή να ξαναπαίξει το αγαπημένο του όργανο. Ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν τον συνόδευαν νοερά και ο Λόπεζ ανέσυρε τα φαντάσματα στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την τέλεια ανθρωποκεντρική ιστορία που θα τον έφερνε ψηλά στις προτιμήσεις των αναγνωστών του, στόχος που στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Το δικό του συμφέρον εξελίχθηκε σε προσωπικό ενδιαφέρον, που όμως κολλούσε συχνά στην περηφάνια και τη μονόχνοτη φύση του. Δεν ήταν διόλου εύκολο να ημερώσει ένα θηρίο που πάσχει από σχιζοφρένεια και να αποσπάσει την εμπιστοσύνη του. Τέλειο αντιστάθμισμα στο ελεήμον θέμα είναι η τραχύτητα του Ρόμπερτ Ντάουνι, που πέφτει διάνα σε έναν δύσκολο ρόλο.

Ο σκηνοθέτης της Εξιλέωσης Τζο Ράιτ πάντα ψάχνει να βρει τον κατάλληλο τόνο σε μια μυθιστορηματική πλευρά της πραγματικότητας, αλλά εδώ δείχνει να γοητεύεται παραπάνω απ' οτι χρειάζεται από την πραγματική ιστορία. Μάλιστα σε πολλές σκηνές, όπως και στην τεχνικά φιλόδοξη σεκάνς της Δουνκέρκης στην Εξιλέωση, δραπετεύει από το σενάριο και αιωρείται σε ποιητικό-ρεαλιστικές εικόνες φτώχιας και ανέχειας στη γειτονιά των αστέγων, σε ένα Λος Άντζελες που οι κάμερες του Χόλιγουντ δεν βρίσκουν αρκετά φωτογενές για να απαθανατίσουν, χωρίς να λέει όχι σε ιντερλούδια εντυπωσιασμού, όπως η πρόβα συναυλίας που παρακολουθεί μαγεμένος ο Έιρς στο Kodak Theater. Ενώ ο Ντάουνι κρατάει τα γήινα προσχήματα και βοηθάει με το αυθεντικά ερευνητικό βλέμμα του τον μισό προβληματισμό του έργου γύρω από το αυξανόμενο αδιέξοδο της έντυπης δημοσιογραφίας να ανοίξει τους ορίζοντες στα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα (και όχι σε ένα σκυλάκι που πνίγηκε) και παράλληλα να προσελκύσει μια νέα γενιά που δεν συνηθίζει να ξοδεύει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δεκάρα για την ενημέρωσή της, το άλλο μισό, που αφορά τον ταραγμένο μουσικό, δεν είναι παρά μια κολπατζίδικη παράσταση του Τζέιμι Φοξ, κολλάζ φλύαρης υπερβολής με ευγενείς προθέσεις. Η ισορροπία της ταινίας διαταράσσεται και στη μέση επιπλέουν πολιτικολογίες Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άμεσης δράσης για τη διαχείριση προβλημάτων.