Πειστική εξήγηση στο ερώτημα γιατί βλέπουμε πασχαλινή κωμωδία στους κινηματογράφους στην καρδιά του Αυγούστου δεν έχουμε, αλλά να ενημερώσουμε ότι δεν πρόκειται για εγχώρια πατέντα, καθώς το «Easter Sunday» κάνει πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

 

Στην ταινία η φιλιππινέζικη κοινότητα των ΗΠΑ ετοιμάζεται να γιορτάσει το Πάσχα. Ένας Φιλιππινεζοαμερικανός κωμικός που ζει στο Λος Άντζελες ταξιδεύει οδικώς μετά του υιού το μέχρι το πατρικό του για το εορταστικό οικογενειακό τραπέζι, μόνο που οι επαγγελματικές απαιτήσεις, ο ανεύθυνος ξάδελφός του αλλά και οι αντιζηλίες μεταξύ της μάνας και της θείας του κάνουν αυτό το Σαββατοκύριακο δύσκολο. 

 

Στο παρελθόν έχουμε δει το «Γάμος αλά ελληνικά» που αφορούσε την ελληνική μειονότητα στις ΗΠΑ να γίνεται μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες όλων των εποχών, οπότε ίσως να μην είναι φρόνιμο να ξεγράψουμε μια φολκλορική κωμωδία, ακόμα και όταν η παραγωγός εταιρεία της θέτει εμπάργκο στη δημοσίευση κριτικών μέχρι τελευταία στιγμή.

 

Αν και το «Easter Sunday» είναι εμπνευσμένο από τη φιλιππινέζικη εμπειρία στις ΗΠΑ και στα χαρτιά αφιερώνεται σε αυτή, στην πράξη η ηθογραφία, έστω και με τον σχηματικό τρόπο της λαϊκής κωμωδίας, βρίσκεται στο περιθώριο. Θαρρείς πως το «δράμα» και η αμηχανία των οικογενειακών συγκεντρώσεων δεν αρκούσαν για να στηρίξουν μια ταινία μεγάλου μήκους, γι’ αυτό οι δημιουργοί του φιλμ επινόησαν μια σαχλή υποπλοκή με ντόπιους ναρκέμπορες που οδηγεί σε μια τρομερά κακοστημένη και υστερική σύγκρουση στο φινάλε με μια κατάληξη ενάντια σε κάθε λογική ‒ ακόμα και την κινηματογραφική. 

 

Κι έπειτα, κύριο μέλημα του έργου είναι να εξυπηρετηθεί η περσόνα του πρωταγωνιστή Τζο Κόι. Ο Κόι είναι ένας stand-up κωμικός, μισός Φιλιππινέζος και μισός Αμερικανός, που έχει καταστεί με τα χρόνια ιδιαίτερα αγαπητή φιγούρα στη φιλιππινέζικη κοινότητα των ΗΠΑ με συμμετοχές σε αρκετές εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης, έχοντας γράψει επίσης στο βιογραφικό του μερικά comedy specials στο Netflix.

 

Στην ταινία ο Κόι μοιάζει πιο άνετος όταν παίρνει το μικρόφωνο και παρουσιάζει ένα μίνι stand up σόου – συμβαίνει περισσότερες από μία φορές. Αντίθετα, όταν πρέπει να παίξει, γιατί έχει και ρόλο κανονικό, τον βλέπεις να λυγίζει τα γόνατα, να κουνά τα χέρια νευρικά και να προφέρει τις συλλαβές σαν να τις παρουσιάζει σε ζωντανό κοινό. Θα δυσκολευτείς πολύ να βρεις στην ταινία στιχομυθία του με άλλο ηθοποιό στο ίδιο πλάνο, κάτι που θα μπορούσε να οφείλεται και σε αισθητική επιλογή του μοντέρ αν π.χ. σε μια σκηνή που μοιράζεται με την Τίφανι Χάντις δεν παρατηρούσαμε ένα έκδηλης προχειρότητας jump cut, όπου ο Κόι απλώς αντιδρά σε κάτι που είπε η Χάντις. Την τέχνη της κινηματογραφικής υποκριτικής μάλλον δεν την έχει κατακτήσει ακόμα.

 

Όσο για το χιούμορ του έργου; Δεν έχουμε παρακολουθήσει την καριέρα του Κόι, σε κάποια αποσπάσματα που είδαμε φαίνεται να εστιάζει αρκετά σε χαρακτηριστικά και νευρώσεις της φυλής του. Εδώ, πάντως, τα περισσότερα αστεία είναι του τύπου «Δεν θα παραγγείλεις κρεμμύδι;» - «Γιατί, θα φιλήσεις κανένα;», ένα χωρατό που όντως ακούγεται στην ταινία και ο υπογράφων θυμάται να ακούει τακτικά από τα χείλη θείων του προ τριάντα ετών.

 

Εν ολίγοις, αν περιμένατε κινηματογραφική ανάσταση με το πασχαλινό τραπέζι του Τζο Κόι και της κινηματογραφικής φαμίλιας του, ατυχήσατε. Κατά τα λοιπά, αληθώς ο Κύριος.