Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη στον Νικ Κασαβέτης, υιό του Τζον και σκηνοθέτη του «Ημερολογίου» και του «She’s so lovely», μεταξύ άλλων, και αποφάσισε στα 64 του να κάνει exploitation, το οποίο, μάλιστα, υπάρχουν στιγμές –ευτυχώς όχι πολλές‒ που αναδεικνύει τη βία με έναν φετιχισμό και μια ανηθικότητα εφάμιλλη του Σ. Κρεγκ Ζάλερ και της φασίζουσας ευχαρίστησης με την οποία o τελευταίος εικονογραφεί την αλλοίωση του ανθρώπινου σώματος. Στο «God is a bullet» τα μέλη μιας σατανιστικής αίρεσης μπαίνουν στο σπίτι της πρώην συζύγου ενός αστυνομικού, βιάζουν και δολοφονούν την ίδια, βασανίζουν και σκοτώνουν σαδιστικά τον μαύρο σύντροφό της και φεύγουν με την κόρη του, η τύχη της οποίας αγνοείται. Με τη βοήθεια ενός πρώην μέλους της αίρεσης, μιας γυναίκας που είχε πέσει επίσης θύμα απαγωγής, ο χριστιανός φιλήσυχος αστυνομικός θα ξεπεράσει μια σειρά από ηθικούς φραγμούς προκειμένου να ανακαλύψει τι έχει συμβεί στο βλαστάρι του. 

 

Ο ήρωας, που κουνά το δάχτυλο της ηθικής και της πίστης στη συνοδοιπόρο του, ξεχνώντας πως βρέθηκε στην αίρεση με τη βία και όχι από επιλογή, θα διαπιστώσει σύντομα ότι μοναδικός Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο είναι το όπλο, η σφαίρα, όπως λέει ο τίτλος – σε μια αχρείαστα επεξηγηματική σκηνή ακούγεται από τα χείλη των χαρακτήρων κιόλας. Επειδή, όμως, ο Κασαβέτης είναι καλόψυχος κατά βάθος, υπάρχει και μια τρυφερή ταινία μέσα στη νοσηρότητα, στην οποία ο Θεός εντοπίζεται στη συντροφιά του άλλου, μια ταινία που (επι)κοινωνείται κυρίως μέσα από τα βλέμματα των δύο πρωταγωνιστών. 

 

Οι εξωφρενικές ερμηνείες των ηθοποιών που ενσαρκώνουν τα μέλη της αίρεσης θα δικαιολογούνταν μόνο από την εξυπηρέτηση μιας λογικής b-movie, μα η ταινία θέλει να είναι κάτι περισσότερο –το μαρτυρά και η κάθε άλλο παρά μπιμουβάδικη διάρκειά της‒, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν την είχε αναλάβει ένας σκηνοθέτης ύφους και ατμόσφαιρας σαν τον Tόμας Μ. Ράιτ του πρόσφατου «The Stranger» για παράδειγμα, αντί για έναν θιασώτη της παρατακτικής αφήγησης, όπως ο Νικ Κασαβέτης. Το μεγάλο κρίμα είναι ότι λίγοι θα προσέξουν τη μεταμόρφωση της Μάικα Μονρό. Πρόκειται για μια ερμηνεία απύθμενης προσήλωσης και σωματικότητας που αποδεικνύει ότι της αξίζει μια ευκαιρία σε ταινίες πρώτης γραμμής, έστω κι αν η ίδια μοιάζει να έχει συμφιλιωθεί με τον ρόλο της εναλλακτικής βασίλισσας του σινεμά είδους.