Ένα συμβόλαιο δένει τον ντόπιο φύλακα του ηφαιστείου της Νισύρου, που έχει το παρατσούκλι Αρσιβαρίστας, με τον Άγγελο, Αθηναίο παραγωγό που θέλει να στήσει ένα πολυθέαμα μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου. Η παρουσία του Άγγελου αναστατώνει σταδιακά τη ζωή τού Αρσιβαρίστα που ζει «ειδυλλιακά» με την αγαπημένη του Μαργαρίτα σε ένα παραμυθένιο σπιτάκι μέσα στην τεράστια κοιλάδα τού ηφαιστείου. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του πολυθεάματος οι συγκρούσεις των δυο αντρών κλιμακώνονται ώσπου, με αφορμή μια παλιά ιστορία της Νισύρου, θα συμβεί ένα μοιραίο ατύχημα.

Η Ελένη Αλεξανδράκη τέμνει την αμηχανία των χαρακτήρων με το άδηλο παρελθόν τους και το κάνει με μια σχεδόν μυστικιστική βαρύτητα. Ως ένα βαθμό πετυχαίνει να μεταφέρει την ενέργεια του νησιού που γνωρίζει και αγαπά στο πνεύμα του Αρσιβαρίστα και του Άγγελου. Οι τρεις πηγές στις οποίες βασίζεται η ταινία, δηλαδή οι διασκευασμένες ιστορίες του Παπαδιαμάντη, της Γαλλίδας Καρολίν Τιβέλ και της Νισύριας Πόπης Καρπαθάκη, δεν χωνεύονται καλά στην αφήγηση και τελικά η φιλοδοξία των θεμάτων που τρέχουν στο στόρι και το πισωγύρισμα στο χρόνο σκορπίζονται σε ένα ατελέσφορο χαρμάνι. Δεν βοηθιέται ιδιαίτερα από τις διαφορές στις ερμηνείες - οι πιο ικανοποιητικές από αυτές ανήκουν στη Λυδία Κονιόρδου (πρώτη εμφάνιση στο σινεμά) και την Ασπασία Κράλλη, που ψυχανεμίζονται τους ρόλους τους, ενώ η σύμπτυξη ερασιτεχνών με επαγγελματίες δεν αποδίδει σε τόσο απαιτητικό κείμενο και στήσιμο.

Νατουραλισμός, θεατρικότητα, μυθιστορηματικά στοιχεία, περιπέτεια, εσωτερικότητα: το σύμπαν της ταινίας είναι πολυσήμαντο και ετερόκλητο, όχι όμως και λειτουργικό. Η κεντρική ιδέα είναι η αδυναμία μπροστά στη μεγάλη απόφαση και η παλιά έννοια πως όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα γεννάει η (κακιά) στιγμή. Ο Αρσιβαρίστας και ο Άγγελοςείναι μια ταινία με γνώση, φροντίδα και πολλή δουλειά στους χαρακτήρες, εξαιρετική φωτογραφία και πλατιά αίσθηση του συγκεκριμένου χώρου. Ωστόσο, πολλές άτσαλες κινήσεις στο σενάριο και στο χειρισμό αποδυναμώνουν τις αρετές της. Στη Θεσσαλονίκη είδα την πρώτη μορφή και όχι τη μονταρισμένη και κατά 20 λεπτά συντομευμένη εκδοχή (προς τιμήν της σκηνοθέτιδος που ακούει και διαβάζει, αντίθετα με άλλους συναδέλφους της) και γι' αυτό επιφυλάσσομαι.