Στη συνέχεια θα τον πλακώσουν τα προβλήματα. Και δεν είναι μόνο η αποχέτευση, ο λέβητας, οι τεχνικοί και οι αποδείξεις που η μάνα του αδυνατεί να προσκομίσει, αλλά η ζωή του όλη, που με αφορμή την ανάληψη των νέων του καθηκόντων έρχεται σε σημείο αναθεώρησης. Μπαίνει στη διαδικασία του διαχειριστή αρχικά για να βοηθήσει τη μάνα του και να βάλει τέλος στη Βαβέλ των ενοίκων που τον κοιτάνε με μισό μάτι, αδυνατώντας να παραμερίσουν έριδες και μικρότητες. Ξέρει τι άνθρωποι είναι αλλά η εσωτερική του ανάγκη να κάνει το καλό επικρατεί της λογικής. Βρίσκεται εκτεθειμένος, ανοιγμένος οικονομικά με βάρη που δεν είναι δικά του, η καθημερινότητά του με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά δυσκολεύει και η μάνα του μάλλον του λέει ψέματα για το πώς διευθετούσε τις εργασίες στην πολυκατοικία. Και στο καπάκι, μια κοπέλα με τα μισά σχεδόν χρόνια του τού προσφέρει αγάπη και χαμόγελο που τόσο χρειάζεται.

Ο Περικλής Χούρσογλου μεταφέρει το ειδικό στο γενικό (τον άδολο και συναινετικό άνδρα στη διαχείριση που μοιάζει με management της κοινωνίας) και πάλι στο ειδικό, αφού τον τοποθετεί στον ρόλο του μικρού Θεού με την προσωρινή δύναμη που διαθέτει, και νομίζει πως θα ορίσει τη ζωή του πέρα από τις δυνατότητες και τις πραγματικές του ανάγκες. Στον ρόλο του Παύλου που πλήττεται από υπαρξιακή κρίση μέσης ηλικίας και βλέπει την πυξίδα του να τρελαίνεται πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Χούρσογλου με ανάμεικτα αποτελέσματα. Είναι καλύτερος όταν παρατηρεί συγκαταβατικά και ακούει ψύχραιμα παρά όταν δρα παθιασμένα και χάνεται σε έναν πυρετώδη παροξυσμό. Ενώ ο σκηνοθέτης Χούρσογλου έχει αποδεδειγμένα έμπειρο αυτί για τον φυσικό διάλογο, οι σκηνές με τον ίδιο ξεφεύγουν από τον έλεγχό του όταν και ο ήρωας λοξοδρομεί, κι έτσι η ταινία φεύγει από τον δρόμο της παραβολής, θυμίζοντας αμήχανες, προσωπικές σημειώσεις για την ψευδαίσθηση της ανδρικής επιβολής και τη φαυλότητα της συζυγικής σχέσης.