Ο πόλεμος που τόσο πολύ φοβούνταν όλοι έχει ξεσπάσει και οι Θανατοφάγοι του Βόλντεμορτ καταλαμβάνουν το υπουργείο Μαγείας και το Χόγκουαρντς, τρομοκρατώντας και συλλαμβάνοντας όποιον τολμήσει να προβάλει την οποιαδήποτε αντίρρηση ή αντίσταση.Αυτό όμως που δεν έχουν καταφέρει ακόμα να βρουν και το οποίο έχει τεράστια αξία για τον Βόλντεμορτ είναι άλλο: ο Χάρι Πότερ. Ο Εκλεκτός γίνεται το θήραμα καθώς οι Θανατοφάγοι τον κυνηγούν προκειμένου να τον οδηγήσουν ενώπιον του Βόλντεμορτ... ζωντανό.

Η μόνη ελπίδα του Χάρι είναι να βρει τους Πεμπτουσιωτές πριν τον Βόλντεμορτ. Όσο αναζητά στοιχεία, ανακαλύπτει μια παλιά και σχεδόν ξεχασμένη ιστορία, τον θρύλο των Κλήρων του Θανάτου, ο οποίος, αν αποδειχθεί ότι αληθεύει, μπορεί να χαρίσει στον Βόλντεμορτ την υπέρτατη δύναμη που αναζητά. Ο Χάρι, όμως, δεν γνωρίζει ότι το μέλλον του έχει χαραχτεί, όταν εκείνη τη μοιραία ημέρα έγινε το «Αγόρι Που Έζησε». Άντρας πλέον, ο Χάρι Πότερ βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην αποστολή για την οποία προετοιμάζεται από την πρώτη ημέρα που βρέθηκε στο Χόγκουαρτς: την τελική μάχη με τον Βόλντεμορτ.

Προερχόμενος από την τηλεόραση, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γέιτς από τη μια γλίτωσε τη σειρά του Χάρι Πότερ από τους υφολογικούς πειραματισμούς (καταλήγαμε να μην είμαστε σίγουροι τι ακριβώς ταινία βλέπαμε στα πρώτα επεισόδια) και από την άλλη φανερώνει μια ανεξήγητη αλλά ευπρόσδεκτη ηρεμία στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, τώρα που ωριμάζουν, εφαρμόζουν τα ταλέντα και τις ειδικές τους σπουδές και τα βάζουν με τους επικίνδυνους, Θανατοφάγους και λοιπούς, αλλά και με τα υπαρξιακά της αντι-μαγικής τους εφηβείας. Ο Γέιτς πήρε ο ίδιος την απόφαση να κόψει το τελευταίο βιβλίο στη μέση, για τον απλούστατο λόγο πως αν το άφηνε ως είχε, είτε θα έκανε μια αντιεμπορική οδύσσεια ενός μυθιστορήματος που δεν έχει το βάθος να κρατήσει τον θεατή για 4 και πλέον ώρες, είτε θα έκοβε τα πρόσωπα για να παραγεμίσει το υλικό του με δράση, συμπλοκές και μονομαχίες με ραβδιά και τέρατα. Από ένα σημείο κι έπειτα, σχεδόν ξεχνάς πως πρόκειται για μια ιστορία με μάγους και θρύλους.

Μακριά από το προστατευμένο περιβάλλον του σχολείου του Χόγκουαρτς και από τα ιπτάμενα παιχνίδια με τις μπάλες και τα σκουπόξυλα και με δεδομένη τη φυσική απουσία του πατερναλιστικού Ντάμπλεντορ, ο Χάρι, η Ερμιόνη κι ο Ρον, ορφανοί και μπερδεμένοι, περιπλανιούνται σε νεραϊδοπαρμένα τοπία, όπου ελλοχεύει το κακό. Και όποτε αυτό το κακό παίρνει πρόσωπο, υπενθυμίζει την όψη του δαιμονικού των βιβλίων της Ρόουλινγκ, τόσο σοφά μετρημένο για να στριμώχνει αλλά όχι να αναταράσσει την παιδική ψυχή. Αυτός ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου δεν είναι αποσπασματικός, αλλά συμπαγώς μελαγχολικός, διερευνητικός, με εμπιστοσύνη στον βηματισμό του. Αναγκαστικά, κουβαλάει τις ελλείψεις της παιδικής φαντασίας της Ρόουλινγκ, η οποία δεν εφοδίασε ποτέ τον Χάρι της με το μαγικό παραπάνω, την προσωπικότητα εκείνη που θα τον κατέτασσε στο πάνθεον των σουρεαλιστικών έργων - ζουμί, περίγραμμα και λεπτομέρειες έχει με το τσουβάλι κι η εμπορική ανταπόκριση τον έχει κάνει αγαπητό σε βαθμό φανατισμού, οπότε οι οπαδοί δεν καταλαβαίνουν από κριτικές γκρίνιες.

Το πρώτο μέρος κρέμεται στο τέλος, δίνοντας το τελευταίο ραντεβού σε μερικούς μήνες, όταν και η πιο αποδοτική σειρά ταινιών στην ιστορία του σινεμά θα έχει τερματίσει μια εθιστική πορεία. Τι μας άφησε; Μια αξέχαστα ταιριαστή φάτσα, τον Ντάνιελ Ράντκλιφ, που πρέπει να συνεχίσει με κληρονομιά την αστραπή στο κούτελο που τον σημάδεψε για πάντα μια σειρά ανόμοιων, συχνά άνισων και ενίοτε ικανοποιητικών ταινιών με κοινό παρονομαστή την άψογη αφηγηματικότητα, και μια παρέλαση της Εθνικής Αγγλίας των θεατρικών ηθοποιών, για μερικούς από τους οποίους ο Χάρι Πότερ ήταν απλώς μια πρόφαση για να επιδείξουν τη δεξιοτεχνική τους μανιέρα και γι' άλλους, όπως ο Ρέιφ Φάινς, που με χαρά τον ξανασυναντάμε εδώ ως Βόλντεμορτ, μια καλή ευκαιρία (και άσκηση για περιορισμένο χρόνο) για ιδιοφυείς σκοτεινές σπίθες πίσω από τη μεταμφίεση.