Ο τίτλος της ταινίας είναι το τελευταίο κομμάτι από μια ρήση που αγαπάνε ιδιαιτέρως οι Ιρλανδοί όταν τσουγκρίζουν τα ποτήρια, και λέει «είθε να πας στον παράδεισο μισή ώρα πριν ο διάβολος καταλάβει ότι πέθανες». Στο φιλμ τουΣίντνεϊ Λιούμετ, οι χαρακτήρες βρίσκονται μπλεγμένοι στα νήματα του χρόνου, και η μοίρα τους εξαρτάται από τα χρονικά περιθώρια που πλέον δεν ορίζουν οι ίδιοι.

Ο Άντι (Χόφμαν) είναι μεσίτης και έχει καταχρασθεί χρήματα από την εταιρεία στην οποία δουλεύει. Είναι ζήτημα χρόνου να τον ανακαλύψουν και το γνωρίζει. Προσπαθεί να πείσει τον μικρότερο αδελφό του, τον Χανκ (Χοκ), να ληστέψουν το κοσμηματοπωλείο των γονιών τους, το οποίο «τρέχει» μια υπάλληλος του χεριού τους. Ο Χανκ είναι τελείως άφραγκος, χρωστάει διατροφή και πηδάει τη γυναίκα του αδελφού του (Μαρίσα Τομέι). Δεν έχει άλλη επιλογή από το να δεχτεί την παράνομη πρόταση. Επειδή είναι δειλός, βάζει έναν φίλο του να μπει στο μαγαζί, αλλά τυχαία η μητέρα του είναι εκεί και τραυματίζεται θανάσιμα στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Η εύθραυστη σχέση της οικογένειας διαλύεται. Τα αδέλφια καταρρέουν. Ο Χανκ παθαίνει απανωτούς πανικούς, ο Άντι βρίσκει καταφύγιο στο πολυτελές διαμέρισμα ενός ladyboy που του σουτάρει ενέσεις ηρωίνης και ο πατέρας τους, ο Τσάρλι Χάνσον (Άλμπερτ Φίνεϊ), δεν θα ησυχάσει αν δε βρει ποιος κρύβεται πίσω από την ανεξήγητη ληστεία.

Ο Λιούμετ καταφεύγει σε κινηματογραφικά σχήματα αφήγησης για να εστιάσει στους διαφορετικούς χαρακτήρες και να προχωρήσει στα γεγονότα με μικρά βήματα κάθε φορά. Ο διάβολος τους κυνηγάει όλους. Άλλους τους παίρνει κυριολεκτικά, και άλλους τους μαστιγώνει δυνατά με την ουρά του. Και η ταινία ποτίζει από την ανάσα, το θειάφι του. Χωρίς να το δηλώνει με τις αναπόφευκτες φιοριτούρες που συνοδεύουν τις φιλόδοξες ταινίες (αυτές που μας λένε κάτι, αλλά μας κλείνουν το μάτι και σε άλλα πεντακόσια πράγματα που εννοούν), το φιλμ Πριν ο διάβολος καταλάβει ότι πέθανεςσχοινοβατεί ανάμεσα στον αμοραλισμό και την ανηθικότητα. Με την αρπαχτική διάθεση του Νεοϋορκέζου που δεν καταλαβαίνει από κόνξες και μισόλογα, ο Λιούμετ του Σέρπικοκαι της Σκυλίσιας Μέραςπιάνει στα χέρια την ψίχα δυο μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, του Ο' Νιλ και του Μίλερ, από τα νιάτα και τη γενιά του, και μεταφέρει το στρίμωγμα και τον ξεπεσμό των πρωταγωνιστών του σε ένα κινηματογραφικό δράμα απ' όπου απουσιάζει παντελώς η ηλιαχτίδα της αισιοδοξίας - κατά το τέλος μόνο θα παρατηρήσετε πως αυτός που τρέχει ίσως και να τα καταφέρει να κρυφτεί από το σπιράλ του θανάτου, με σοβαρό αντίτιμο βέβαια.

Αν εξαιρέσω τον Άλμπερτ Φίνεϊ, που μου φάνηκε μονότονα βροντερός, κόντρα σε ένα κλίμα αποχρώσεων που συναρπάζουν, όλοι οι ερμηνευτές πιάνουν ασύλληπτα ύψη απόδοσης. Ειδικά τα δυο αδέλφια, ο Χανκ και ο Άντι, με τον Χόφμαν και τον Χοκ θεωρητικά εξεζητημένες λύσεις λόγω της ελάχιστης ομοιότητας που έχουν, κουβαλάνε το ύφος του θεάτρου και την κίνηση του σινεμά στο λόγο και τις σκέψεις τους. Ο μικρός είναι υστερικός και επικίνδυνα αδέξιος, ένας από τους πλέον ανερμάτιστους χαρακτήρες που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό, με τον Χοκ να πιάνει τέλεια τη σύσπαση του πανικού στο πρόσωπο και το αβέβαιο περπάτημα του loser. Αντίθετα, ο Άντι δείχνει σίγουρος για την εξυπνάδα, τις ικανότητες, ακόμη και για τη σεξουαλικότητά του, παρά το πάχος του. Αν ο μικρός είναι κακομαθημένος και αξιολύπητος, ο μεγάλος έχει καταστραφεί και παίζει «πόκερ» με το τέλος του μέχρι το παρά πέντε. Έλκεται από μια εξωτική βερσιόν της πραγματικότητας: Ονειρεύεται διακοπές και σεξ στο Ρίο με την ασύμβατη σύζυγό του και βυθίζεται στη νιρβάνα των σκληρών ναρκωτικών για να ξελασκάρει και να ψυχαναλυθεί. Τα τραύματα μιας σκληρής διαπαιδαγώγησης τον στοιχειώνουν και ενδεχομένως υποκινούν την άνομη υφαρπαγή που σχεδίασε για να ξελασπώσει. Και ο Φίλπ Σίμουρ Χόφμαν είναι μεγάλος καρατερίστας, επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα του Λότον πως μια method ερμηνεία σου δίνει μια φωτογραφία, αλλά μια «υποκριτική» ερμηνεία προσφέρει έναν ζωγραφικό πίνακα.

Όμως το σύμπαν της ταινίας συνοψίζεται φευγαλέα αλλά ανατριχιαστικά από το συγκαταβατικό σημάδι που δίνει ένας γηραιός ενεχυροδανειστής στον πενθούντα και οργισμένο πατέρα, όταν ο τελευταίος προσπαθεί να βρει τα ίχνη του ληστή που σκότωσε τη γυναίκα του: «Θυμάμαι όταν ο Τσάρλι Χάνσον πρωτοξεκίνησε σε αυτή τη γειτονιά», του λέει, «νέος, αλαζόνας. Ανέκαθεν με σιχαινόσουνα, αλλά δεν είχες την παραμικρή ιδέα για το τι θέλουν οι άνθρωποι ή για το τι είναι ικανοί να κάνουν για τα λεφτά. Φαντάζομαι πως τώρα το έμαθες (δείχνοντάς του την business card του μεγάλου του γιου που τον επισκέφτηκε). Ο κόσμος είναι διαβολικός, Τσάρλι. Κάποιοι βγάζουν χρήματα από αυτόν, άλλοι καταστρέφονται».

Πριν τον προλάβει ο διάβολος, ο Λιούμετ βάζει κάποιον στις ταινίες του να βγάλει το φίδι από την τρύπα, όπως ο Νεντ Μπίτι στο Δίκτυο, και να πει σε ένα συμπυκνωμένο λογύδριο πως ο κόσμος είναι βόθρος - και οφείλουμε να το μάθουμε αν επιμένουμε να το αγνοούμε. Και όπως ισχυρίζονται μερικοί, ναι, όλα έχουν ειπωθεί, αλλά επειδή κάποιοι δεν έδιναν σημασία, τα ξαναλέμε από την αρχή. Ο Λιούμετ επαναλαμβάνει τα προφανή με μοναδική ευκρίνεια. Ποιος το περίμενε...