Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2005 για μια παράξενη ταινία, όχι και πολύ επιτυχημένη στις προθέσεις της, αλλά γοητευτικής στις διακυμάνσεις και την ιδιαιτερότητά της. Η Δανή σκηνοθέτις Περνίλε Φίσερ Άντερσεν επιχειρεί να χωρίσει σε ειρωνικά κεφάλαια μια ιστορία που διαδραματίζεται σε δύο διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας. Μια γυναίκα στο μεταίχμιο πολλών συναισθηματικών καταστάσεων βρίσκει τον δάσκαλό της στο πρόσωπο ενός τραβεστί που τη βοηθάει να μετακινήσει το κρεβάτι της. Πολλές φορές πλησιάζονται αλλά πάντα ο ένας προσβάλλει τον άλλο και μετά ζητούν συγγνώμη, ώσπου να ξαναπαρεξηγηθούν και πάει λέγοντας. Στην ουσία, επιδίδονται σε μια αθέλητη αλληλοσωτηρία της ψυχής και έρχονται σε απόσταση αναπνοής: τόσο πολύ γειτονεύουν που δοκιμάζουν το απονεννοημένο, το σεξ, κάτι που κανείς από τους δυό δεν επιθυμεί λογικά, αλλά η μοναξιά τους το λαχταράει. Αμφότεροι τα έχουν θαλασσώσει στην προσωπική τους ζωή. Δεν αγαπάνε με την ψυχή τους κανέναν, παζαρεύουν με ημίμετρα τη μετάβαση τους στο επόμενο στάδιο, απομακρύνουν με σπασμωδικούς και αψυχολόγητους τρόπους το πλησίασμα των τρίτων. Εκείνος είναι ντροπαλός σαν μυξοκόριτσο, εκείνη είναι προσβλητική και επιθετική χωρίς να της φταίει κανείς. Κι όμως, το πλησίασμά τους στην ταινία είναι τεχνητό και φορσέ, πάντα σε έναν τόνο παραπάνω από το αναμενόμενο και το κανονικό. Είναι δε τόσο διαφορετικοί που με δυσπιστία ακουμπάς πάνω στον πόνο και στην απελπισμένη τους γειτνίαση - λίγο περισσότερο τέλος πάντων από τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στο ανεκδιήγητο Κανείς δεν είναι τέλεια. Το φινάλε είναι άδειο και αυθαίρετο. Η γυναίκα λέει το δικό της μυστικό στο αυτί του τραβεστί και εμείς δεν ακούμε, αλλά υποτίθεται καταλαβαίνουμε. Λυπάμαι, αλλά δεν τον τσάκωσα τον ψίθυρο, ενώ αντίθετα, στην αντίστοιχη, παιχνιδιάρικα κρυπτική τελική σκηνή στο Χαμένοι στη Μετάφραση, ήμουν σίγουρος πως διάβασα τα χείλη του Μπιλ Μάρεϊ όταν καθησύχαζε τη Σκάρλετ Γιοχάνσον.