Η κομεντί που ενθουσίασε το κοινό στο Φεστιβάλ του Σάντανς μοιράζει την ενέργειά της ανάμεσα σε δυο εντελώς αντίθετους ανθρώπους: έναν εσωστρεφή νέο άνδρα που πουλάει ναρκωτικά για χαρτζιλίκι, διακινώντας τα σε ένα παλιό φορητό παγωτατζίδικο, και έναν καταξιωμένο ψυχίατρο σε πλήρη παρακμή, που τον κουράρει με αντάλλαγμα δωρεάν ντόπα. Ο μικρός, χωρίς να το συνειδητοποιεί, αποτελεί την πλατφόρμα για τις χαμένες ευκαιρίες ενός πολύ απογοητευμένου μεσήλικα, που δεν αγαπάει πλέον τη γυναίκα του και έχει χάσει τη διάθεση για τη δουλειά. Ο δόκτωρ Σκουάιρς προσφέρει ακατάσχετα συμπυκνωμένες συμβουλές κυνισμού και σοφίας σε έναν κατά βάση ντροπαλό νέο που ψάχνει την ειλικρίνεια, την τρυφερότητα, τη σταθερότητα (που δεν έχει στο σπίτι) και τον έρωτα, αλλά δεν τολμάει να του εκμυστηρευτεί από την αρχή πως είναι ερωτευμένος με τη θετή του κόρη. Πορεύονται παράλληλα και η αντίθεση συμβαίνει με το φαινόμενο της σκάλας: ο γιατρός κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από το βάθρο του και ο χαμένος νέος ανεβαίνει βήμα βήμα, κερδίζοντας το συναισθηματικό έδαφος που του έχει διαφύγει. Κάποια στιγμή συναντιούνται και σβήνουν το παρελθόν, ακούγοντας τις επιθυμίες τους.

Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ διασκεδάζει και υπερβάλλει, θυμίζοντας εκνευριστικά τον Χάρβεϊ Καϊτέλ εμφανισιακά και «υποκριτικά» και ο Τζος Πεκ κρατάει το ίσο σε μια επιτηδευμένη μονομαχία γενεών, με φόντο μια Νέα Υόρκη που αλλάζει ραγδαία. Πολλές φορές στην ταινία Χυμαδιόγίνεται λόγος για την εκκαθάριση μιας πόλης που μέχρι πρότινος θεωρείτο επικίνδυνη και βρώμικη. Η εξαφάνιση της «βρωμιάς» επί δημαρχίας Ρούντι Τζουλιάνι, κάπου στις αρχές των ‘90s, ενώ για άλλους εξελήφθη ως απαραίτητο και υγιεινό συμμάζεμα για τους ήρωες σήμαινε το τέλος της προσωπικότητας - οι παρενέργειες της αποστείρωσης κατά κάποιον τρόπο. Τα ναρκωτικά είναι απλώς η αφορμή: Ο νεαρός είναι προϊόν της περίφημης Generation X και ο μεσήλικας φίλος του, πρώην παιδί των λουλουδιών και της ροκ επανάστασης. Μόνο που το ίδιο σκηνικό, αν και σε προαστιακό περιβάλλον, το εξερεύνησε τέλεια ο Άλαν Μπολ με τον Λέστερ Μπέρναμ (Κέβιν Σπέισι) και τον Ρίκι Φιτς (Γουές Μπέντλεϊ) στο American Beauty, τη δυσλειτουργικότητα, την απογοήτευση, τις αντιστροφές συμπεριφορών, τη χρεωκοπία της οικογένειας μέσω των απωθημένων φαντασιώσεων (και όσοι είδαν το αυτοβιογραφικό Οικογένεια της Συμφοράς/ Running with Scissorsσε DVD θα καταλάβουν τι εννοώ).

Αυτό που πραγματικά αξίζει στην ταινία του Τζόναθαν Λεβίν είναι η κολλώδης ραστώνη της Νέας Υόρκης το καλοκαίρι του 1994, η rap και η hip hop ως επίμονο, παλλόμενο σάουντρακ σε αντιστοιχία με την «έντεχνη», παππουδίστικη πλέον ροκ που έστελνε αντικομφορμιστικά μηνύματα στα τέλη των ‘60s, τα έρημα στέκια, ο σαστισμένος κόσμος. Το γύρω γύρω απεικονίστηκε πιστά και δημιουργικά. Η κρυφή ηθική του χυμαδιού (αν και ο πρωτότυπος τίτλος Wackness μάλλον σημαίνει τρέλα), το μάθημα-πάθημα των αυτοκαταστροφικών που ανταλλάσσουν ρόλους και τα απανωτά επιμύθια μου φάνηκαν προφανή και τραβηγμένα. Από τους ρόλους, ζουμί έχει κυρίως η φίλη του Λιούκ, η Στέφανι, την οποία υποδύεται η Ολίβια Θίρλμπι με εύστοχη απάθεια. Να μια ηθοποιός που χρήζει μνείας και προσμονής.